βιοτεύω: Difference between revisions

From LSJ

πρὶν τοὺς ἰχθῦς ἑλεῖν σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς → you're mixing the sauce before catching the fish | don't count your chickens before they are hatched | don't count your chickens before they hatch | first catch your hare | first catch your rabbit | first catch your rabbit and then make your stew | first catch your hare, then cook it | first catch your hare, then cook him

Source
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βιοτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> ζω, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[βρίσκω]] [[τροφή]], σε Θουκ.· ζω με ή από [[κάτι]]· <i>ἀπὸ πολέμου</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''βιοτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> ζω, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[βρίσκω]] [[τροφή]], σε Θουκ.· ζω με ή από [[κάτι]]· <i>ἀπὸ πολέμου</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''βιοτεύω:''' <b class="num">1)</b> жить Eur., Thuc., Xen., Plat., Arst.: χρονιώτερόν τινος β. Pind. переживать кого(что)-л.; β. ἰδιώτην Plut. жить частным человеком;<br /><b class="num">2)</b> добывать себе пропитание, кормиться ([[ἀπό]] τινος Xen., Arst.; [[αὐτόθεν]] Thuc.).
}}
}}

Revision as of 17:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βῐοτεύω Medium diacritics: βιοτεύω Low diacritics: βιοτεύω Capitals: ΒΙΟΤΕΥΩ
Transliteration A: bioteúō Transliteration B: bioteuō Transliteration C: vioteyo Beta Code: bioteu/w

English (LSJ)

   A live, Pi.N. 4.6; ἀβίωτον χρόνον β. E.Alc.243 (lyr.); β. ἀκρατῶς Arist.EN1114a16; φαιδρῶς X. Cyr.4.6.6.    2 get food, αὐτόθεν πολεμοῦντα Th.1.11; live by or off a thing, ἀπὸ πολέμου X.Cyr.3.2.25; ἀπὸ τῶν ἀκανθῶν Arist. HA610a5.    3 reside, ἐς θάλασσαν Aret.CD1.2; ἐν χώρῃσι θερμῇσι ib.4.

German (Pape)

[Seite 445] leben, Pind. N. 4, 6 ῥῆμα ἐργμάτων χρονιώτερον βιοτεύει. So Plat. Phaedr. 252 d; Thuc. 1, 130; ἀπό τινος, sein Leben erhalten, von etwas leben, VLL. πορίζειν τὰ πρὸς τὸν βίον; Xen. Cyr. 3. 2, 25; αὐτόθεν Thuc. 1, 11.

Greek (Liddell-Scott)

βιοτεύω: ζῶ, Πίνδ. Ν. 4. 11· ἀβίωτον χρόνον β. Εὐρ. Ἀλκ. 242· β. ἀκρατῶς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 5, 14. 2) λαμβάνω τροφήν, πορίζομαι τὰ πρὸς τροφήν, αὐτόθεν Θουκ. 1. 11· ζῶ ἔκ τινος, ἀπὸ πολέμου Ξεν. Κύρ. 3. 2, 25· ἀπὸ τῶν ἀκανθῶν Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 1, 26.

French (Bailly abrégé)

1 (βιοτή) vivre : φαιδρῶς β. XÉN vivre d’une vie brillante ou fastueuse;
2 (βίοτος) se procurer ou avoir les moyens de vivre, vivre de (qch, de l’agriculture, etc.) : ἀπὸ πολέμου XÉN vivre de la guerre.

English (Slater)

βῐοτεύω
   1 live ῥῆμα δ' ἐργμάτων χρονιώτερον βιοτεύει (N. 4.6)

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. βιωτ- Gr.Naz.M.35.812B

• Morfología: [poét. part. pres. βιότουσαν (dud.) Epic.Alex.Adesp.3.22]
I dep. de los medios econ. procurarse el sustento, aprovisionarse c. ac. int. ὅσον ἤλπιζον αὐτόθεν πολεμοῦντα βιοτεύσειν Th.1.11
vivir de ἀπὸ πολέμου X.Cyr.3.2.25, ἀπὸ τῶν ἀκανθῶν Arist.HA 610a5.
II indep. de los medios econ.
1 vivir temp. ἀβίωτον χρόνον E.Alc.243, τὴν ... πρώτην γένεσιν Pl.Phdr.252d, cf. PMasp.89re.18 (VI d.C.), anón. en PAnt.115a.16
c. calificaciones varias φαιδρῶς X.Cyr.4.6.6, ἀκρατῶς Arist.EN 1114a16, ἐν τῷ καθεστῶτι τρόπῳ Th.1.130, μεθ' ὧν ... βιοτεύοντες τοῖς μὲν σώμασιν ἰατρικὴν ἐξεῦρον viviendo en estas condiciones descubrieron la medicina para el cuerpo Isoc.11.22, cf. Theopomp.Hist.132, D.Chr.3.4, Gr.Naz.l.c.
fig. ῥῆμα δ' ἐργμάτων χρονιώτερον βιοτεύει la palabra vive más tiempo que los hechos Pi.N.4.6.
2 vivir, habitar local ἐν ἀμφοτέροις τοῖς ὕδασι Mnesith.Ath.38.56, 57, cf. Plot.3.4.3, ἐς θάλασσαν Aret.CD 1.2.18, ἐπὶ σκάφους Hld.1.5.3, ἐν χώρῃσι θερμῇσι Aret.CD 1.4.15, cf. Philostr.VA 3.47.

Greek Monolingual

βιοτεύω (Α)
1. ζω, περνώ τη ζωή μου
2. εξοικονομώ τα προς το ζην, ζω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίοτος ή < βιοτή.

Greek Monotonic

βιοτεύω: μέλ. -σω,
1. ζω, σε Ευρ.
2. βρίσκω τροφή, σε Θουκ.· ζω με ή από κάτι· ἀπὸ πολέμου, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

βιοτεύω: 1) жить Eur., Thuc., Xen., Plat., Arst.: χρονιώτερόν τινος β. Pind. переживать кого(что)-л.; β. ἰδιώτην Plut. жить частным человеком;
2) добывать себе пропитание, кормиться (ἀπό τινος Xen., Arst.; αὐτόθεν Thuc.).