βαρυβρεμέτης: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰρῠβρεμέτης:''' -ου, ὁ ([[βρέμω]]), αυτός που βροντά [[δυνατά]], ηχηρά, σε Σοφ.· επίσης, βαρυ-βρομήτης ([[βρομέω]]), σε Ανθ.
|lsmtext='''βᾰρῠβρεμέτης:''' -ου, ὁ ([[βρέμω]]), αυτός που βροντά [[δυνατά]], ηχηρά, σε Σοφ.· επίσης, βαρυ-βρομήτης ([[βρομέω]]), σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''βαρυβρεμέτης:''' глухо гремящий, грохочущий, рокочущий ([[Ζεύς]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 17:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠβρεμέτης Medium diacritics: βαρυβρεμέτης Low diacritics: βαρυβρεμέτης Capitals: ΒΑΡΥΒΡΕΜΕΤΗΣ
Transliteration A: barybremétēs Transliteration B: barybremetēs Transliteration C: varyvremetis Beta Code: barubreme/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A loud-thundering, Ζεύς S.Ant.1117:—also βᾰρῠ-βρομήτης πέτρος prob. in AP7.394 (Phil.):—fem. βᾰρῠ-βρεμέτειρα Orph.H.10.25.

German (Pape)

[Seite 433] Ζεύς, laut donnernd, Soph. Ant. 1127.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρυβρεμέτης: -ου, ὁ, ὁ ἠχηρῶς βροντῶν, Ζεὺς Σοφ. Ἀντ. 1117· -ὡσαύτως, -βρομήτης, πέτρος Ἀνθ. ΙΙ. 7. 394· θηλ. -βρεμέτειρα Ὀρφ. Ὕμν. 9. 25.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui produit un bruit ou un grondement sourd.
Étymologie: βαρύς, βρέμω.

Spanish (DGE)

(βᾰρυβρεμέτης) -ου, ὁ que hace retumbar gravemente el trueno Ζεύς S.Ant.1117, SEG 34.1308 (Side I a./d.C.).

Greek Monolingual

βαρυβρεμέτης, ο (θηλ. βαρυβρεμέτειρα) (Α)
εκείνος που βροντά δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -βρεμέτης < βρέμω «κάνω πάταγο, κρότο»].

Greek Monotonic

βᾰρῠβρεμέτης: -ου, ὁ (βρέμω), αυτός που βροντά δυνατά, ηχηρά, σε Σοφ.· επίσης, βαρυ-βρομήτης (βρομέω), σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βαρυβρεμέτης: глухо гремящий, грохочущий, рокочущий (Ζεύς Anth.).