βριθύς: Difference between revisions
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βρῑθύς:''' -εῖα, -ύ, [[βαρύς]], [[σταθερός]], σε Ομήρ. Ιλ.· συγκρ. <i>βριθύτερος</i>, σε Αισχύλ. (πρβλ. βριᾰρός). | |lsmtext='''βρῑθύς:''' -εῖα, -ύ, [[βαρύς]], [[σταθερός]], σε Ομήρ. Ιλ.· συγκρ. <i>βριθύτερος</i>, σε Αισχύλ. (πρβλ. βριᾰρός). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βρῑθύς:''' εῖα, ύ<br /><b class="num">1)</b> тяжелый, тяжеловесный ([[ἔγχος]] Hom.; [[βάσταγμα]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> тяжеловооруженный ([[ὁπλιτοπάλας]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> тяжкий, губительный ([[μῆχαρ]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 31 December 2018
English (LSJ)
εῖα, ύ,
A heavy, ἔγχος Il.5.746, etc.; once in Trag., βριθύτερος A.Ag.200 (lyr.), cf. Id.Eleg.5, Q.S.3.540 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 464] εῖα, ύ, schwer, wuchtvoll, Hom. sechsmal, als Epitheton von ἔγχος, in der Form βριθύ, Versanfang, neben μέγα στιβαρόν, ἔγχος βριθὺ μέγα στιβαρόν Iliad. 5, 746. 8, 390. 16, 141. 802. 19, 388 Odyss. 1, 100. – Compar. βριθύτερος Aesch. Ag. 200.
Greek (Liddell-Scott)
βρῑθύς: -εῖα, ύ, (βρῖ) βαρύς, σταθερός, ἔγχος Ἰλ. Ε. 746, κτλ. ἅπαξ μόνον παρὰ Τραγ., βριθύτερος Αἰσχύλ. Ἀγ. 200, πρβλ. Ἀποσπ. 447.
French (Bailly abrégé)
εῖα, ύ;
lourd, pesant;
Cp. βριθύτερος.
Étymologie: cf. βρίθω.
Spanish (DGE)
(βρῑθύς) -εῖα, -ύ
1 pesado, ἔγχος Il.5.746, ὁπλιτοπάλας A.Fr.353a, ῥόπαλον AP 11.158 (Antip.Thess.), λίθος Orph.A.493, δέμας Q.S.3.540, cf. A.D.Adu.157.12, Hsch.
2 fig. triste, amargo χείματος ... μῆχαρ βριθύτερον A.A.200.
Greek Monolingual
βριθύς, -εῑα, -ύ (Α) βρίθω
βαρύς.
Greek Monotonic
βρῑθύς: -εῖα, -ύ, βαρύς, σταθερός, σε Ομήρ. Ιλ.· συγκρ. βριθύτερος, σε Αισχύλ. (πρβλ. βριᾰρός).
Russian (Dvoretsky)
βρῑθύς: εῖα, ύ
1) тяжелый, тяжеловесный (ἔγχος Hom.; βάσταγμα Plut.);
2) тяжеловооруженный (ὁπλιτοπάλας Aesch.);
3) тяжкий, губительный (μῆχαρ Aesch.).