γεηπόνος: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γεηπόνος:''' -ον = γεω-[[πόνος]], σε Βάβρ. | |lsmtext='''γεηπόνος:''' -ον = γεω-[[πόνος]], σε Βάβρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γεηπόνος:''' ὁ Luc. = [[γεωπόνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 31 December 2018
English (LSJ)
γεη-πονικός, γεη-πονία, ἡ,
A v. γεωπ-.
German (Pape)
[Seite 478] = γεωπόνος, Luc. Philopatr. 4.
Greek (Liddell-Scott)
γεηπόνος: γεηπονικός, γεηπονία, ἡ, ἴδε ἐν λ. γεωπ-.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
cultivateur.
Étymologie: γῆ, πένομαι.
Spanish (DGE)
v. γεωπόνος.
Greek Monotonic
γεηπόνος: -ον = γεω-πόνος, σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
γεηπόνος: ὁ Luc. = γεωπόνος.