γάνωσις: Difference between revisions
Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
(8) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γάνωσις]], η (AM) [[[γανώ]] (-<i>όω</i>)]<br />το [[γάνωμα]] χάλκινου σκεύους με κασσίτερο<br /><b>αρχ.</b><br />η [[στίλβωση]] («ἡ [[γάνωσις]] τοῡ ἀγάλματος», <b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=[[γάνωσις]], η (AM) [[[γανώ]] (-<i>όω</i>)]<br />το [[γάνωμα]] χάλκινου σκεύους με κασσίτερο<br /><b>αρχ.</b><br />η [[στίλβωση]] («ἡ [[γάνωσις]] τοῡ ἀγάλματος», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γάνωσις:''' εως (ᾰ) ἡ украшение, отделка (τοῦ ἀγάλματος Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:04, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A polishing (with oil or wax), ἀγάλματος Plu.2.287c, cf. Vitr.7.9.4; varnishing, lackering, Aq.Am.7.7. 2 metaph., making glad, brighiening, Phld.Mus.p.30 K.
German (Pape)
[Seite 474] ἡ, das Schmücken, Glanz, Plut. Qu. Rom. 98. – Auch = Glasur.
Greek (Liddell-Scott)
γάνωσις: -εως, ἡ, λάμπρυνσις, στίλβωσις, κόσμησις, Πλούτ. 2. 287Β· τὸ γάνωμα, ἡ ἐπίχρισις, τὸ «βερνίκωμα» Σύμμ. Παλ. Διαθ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de rendre brillant.
Étymologie: γανόω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
bruñido, pulimento τοῦ ἀγάλματος Plu.2.287c, cf. Vitr.7.9.4, de una pared metálica, Aq.Am.7.7
•enlucido o estuco en la pared de un tálamo EM 917
•fig. lustre, esplendor Phld.Mus.p.30K.
•del lenguaje perfeccionamiento, pulimento Longin.30.1, del alma γ. ἀπὸ πάσης κακίας Dor.Ab.Doct.49.8.
Greek Monolingual
γάνωσις, η (AM) [[[γανώ]] (-όω)]
το γάνωμα χάλκινου σκεύους με κασσίτερο
αρχ.
η στίλβωση («ἡ γάνωσις τοῡ ἀγάλματος», Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
γάνωσις: εως (ᾰ) ἡ украшение, отделка (τοῦ ἀγάλματος Plut.).