γρυπότης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γρῡπότης:''' -ητος, ἡ, [[γαμψότητα]], [[κυρτότητα]], λέγεται για τη [[μύτη]]· αντίθ. προς το [[σιμότης]], σε Ξεν.
|lsmtext='''γρῡπότης:''' -ητος, ἡ, [[γαμψότητα]], [[κυρτότητα]], λέγεται για τη [[μύτη]]· αντίθ. προς το [[σιμότης]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''γρυπότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> выгнутость, искривленность Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> (тж. γ. μυκτῆρος Plut.) орлиный нос, горбоносость Xen., Arst., Plut.
}}
}}

Revision as of 18:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γρῡπότης Medium diacritics: γρυπότης Low diacritics: γρυπότης Capitals: ΓΡΥΠΟΤΗΣ
Transliteration A: grypótēs Transliteration B: grypotēs Transliteration C: grypotis Beta Code: grupo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A hookedness, of the nose, opp. σιμότης, X.Cyr.8.4.21, Arist. Rh.1360a27; of a beak, Plu.2.994f; of talons, ib.641d.

German (Pape)

[Seite 507] ητος, ἡ, Krümmung, Bug, Sp.; bes. der Bug der Habichtnase, Xen. Cyr. 8, 4, 21; Arist. Rhet. 1, 4; ὀνύχων, Krümmung der Klauen, Plut. Symp. 2, 7, 2; χείλους de esu carn. 1, 5.

Greek (Liddell-Scott)

γρῡπότης: -ητος, ἡ, κυρτότης, τὸ ἀγκιστροειδὲς˙ ἐπὶ ῥινός, κατ’ἀντίθεσιν πρὸς τὸ σιμότης, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 21, Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 12˙ ἐπὶ ῥάμφους, Πλούτ. 2. 994F˙ ἐπὶ ὀνύχων τῶν πτηνῶν, αὐτόθι 641D.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 courbure crochue (d’un bec, d’un nez aquilin);
2 courbure en gén.
Étymologie: γρυπός.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
carácter aquilinode la nariz, op. σιμότης X.Cyr.8.4.21, Arist.Rh.1360a27, Plu.2.633b, Gal.1.637, Plot.5.9.12, γ. μυκτῆρος Plu.Ant.4
curvatura χείλους Plu.2.994f
curvamiento τῶν ὀνύχων Plu.2.641d, γινομένης κατὰ τοὺς σεισμοὺς γρυπότητός τινος περὶ τὴν γῆν Dionysius en Harp.s.u. γρυπάνιον.

Greek Monotonic

γρῡπότης: -ητος, ἡ, γαμψότητα, κυρτότητα, λέγεται για τη μύτη· αντίθ. προς το σιμότης, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

γρυπότης: ητος ἡ
1) выгнутость, искривленность Arst., Plut.;
2) (тж. γ. μυκτῆρος Plut.) орлиный нос, горбоносость Xen., Arst., Plut.