δαμάλα: Difference between revisions

From LSJ

συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life

Source
(8)
 
(1b)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[δάμαλις]], Α και [[δαμάλη]], Μ και [[δαμαλίς]])<br />[[αγελάδα]], [[συνήθως]] νεαρή που δεν έχει [[ακόμη]] γεννήσει<br /><b>νεοελλ.</b><br />χοντρή και ανόητη [[γυναίκα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[παρθένα]], [[κόρη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἡ [[δάμαλις]] ἡ [[ἄσπιλος]]» (για τη Θεοτόκο)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[δάμαλις]] σῡς» — γουρουνόπουλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του [[δαμάλης]]].
|mltxt=η (AM [[δάμαλις]], Α και [[δαμάλη]], Μ και [[δαμαλίς]])<br />[[αγελάδα]], [[συνήθως]] νεαρή που δεν έχει [[ακόμη]] γεννήσει<br /><b>νεοελλ.</b><br />χοντρή και ανόητη [[γυναίκα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[παρθένα]], [[κόρη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἡ [[δάμαλις]] ἡ [[ἄσπιλος]]» (για τη Θεοτόκο)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[δάμαλις]] σῡς» — γουρουνόπουλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του [[δαμάλης]]].
}}
{{elru
|elrutext='''δᾰμάλα:''' ἡ дор. = [[δαμάλη]].
}}
}}

Latest revision as of 18:08, 31 December 2018

Greek Monolingual

η (AM δάμαλις, Α και δαμάλη, Μ και δαμαλίς)
αγελάδα, συνήθως νεαρή που δεν έχει ακόμη γεννήσει
νεοελλ.
χοντρή και ανόητη γυναίκα
αρχ.-μσν.
παρθένα, κόρη
μσν.
φρ. «ἡ δάμαλιςἄσπιλος» (για τη Θεοτόκο)
αρχ.
φρ. «δάμαλις σῡς» — γουρουνόπουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του δαμάλης].

Russian (Dvoretsky)

δᾰμάλα: ἡ дор. = δαμάλη.