δείδια: Difference between revisions
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δείδια:''' Επικ. αντί [[δέδια]], παρακ. του [[δείδω]]· αʹ πληθ. [[δείδιμεν]]· Επικ. απαρ. δειδέμεν (με διαφορετική [[προφορά]]). | |lsmtext='''δείδια:''' Επικ. αντί [[δέδια]], παρακ. του [[δείδω]]· αʹ πληθ. [[δείδιμεν]]· Επικ. απαρ. δειδέμεν (με διαφορετική [[προφορά]]). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δείδια:''' эп. = [[δέδια]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:12, 31 December 2018
English (LSJ)
δείδιμεν and δειδέμεν,
A v. δείδω.
German (Pape)
[Seite 535] u. δείδοικα, p. = δέδια, s. δείδω.
Greek (Liddell-Scott)
δείδια: δείδιμεν καὶ δειδέμεν ,ἴδε ἐν λ. δείδω.
French (Bailly abrégé)
épq. c. δέδια.
English (Autenrieth)
see δείδω.
Spanish (DGE)
v. δείδω.
Greek Monotonic
δείδια: Επικ. αντί δέδια, παρακ. του δείδω· αʹ πληθ. δείδιμεν· Επικ. απαρ. δειδέμεν (με διαφορετική προφορά).
Russian (Dvoretsky)
δείδια: эп. = δέδια.