διαιρετός: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαιρετός:''' -ή, -όν ([[διαιρέω]]),<br /><b class="num">I.</b> διαιρεμένος, χωρισμένος, σε Ξεν.· διανεμημένος, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[ευδιάκριτος]], [[ξεχωριστός]], [[άξιος]] μνείας και διάκρισης, σε Θουκ.
|lsmtext='''διαιρετός:''' -ή, -όν ([[διαιρέω]]),<br /><b class="num">I.</b> διαιρεμένος, χωρισμένος, σε Ξεν.· διανεμημένος, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[ευδιάκριτος]], [[ξεχωριστός]], [[άξιος]] μνείας και διάκρισης, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαιρετός:''' <b class="num">1)</b> делимый, разложимый (δ. καὶ [[πάλιν]] σόνθετος Xen.; [[πλῆθος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> разбирающийся на части, разборный ([[ναῦς]] Arst.; πλοῖα Diod.);<br /><b class="num">3)</b> разделенный, распределенный ([[μοῖρα]] γῆς Soph.);<br /><b class="num">4)</b> различающийся, отличный (τὰ ζῷα [[ὥσπερ]] φυτά ἐστι διαιρετά Arst.);<br /><b class="num">5)</b> различимый, определимый: οὐ λόγῳ δ. Thuc. невыразимый, необъяснимый.
}}
}}

Revision as of 18:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαιρετός Medium diacritics: διαιρετός Low diacritics: διαιρετός Capitals: ΔΙΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: diairetós Transliteration B: diairetos Transliteration C: diairetos Beta Code: diaireto/s

English (LSJ)

ή, όν (ός, όν S.Tr.163),

   A divided, separated, opp. σύνθετος, X.Cyr.4.3.20; δ. τυραννίδες, of extreme oligarchies and pure democracies, Arist.Pol.1312b37.    b having divisions, ἀμφορεῖς Id.Ath.68.3.    2 divisible, Parm.8.22; πᾶν συνεχὲς δ. εἰς ἀεὶ διαιρετά Arist.Ph.231b16, cf.EN1106a26; opp. ἀδιαίρετος, Id.APo. 92a23; δ. ψυχή Id.de An.411b27; δ. πλοῖα which can be taken to pieces, D.S.2.16. Adv. -τῶς Dam.Pr.174.    II divided, distributed, μοῖραν γῆς διαιρετὸν νέμειν S.l.c.    III distinguishable, τύχας οὐ λόγῳ δ. not to be determined by argument, Th.1.84.

German (Pape)

[Seite 579] getrennt; Ggstz σύνθετος, Xen. Cyr. 4, 3, 20; vgl. Soph. Tt. 163; – trennbar, theilbar; Ggstz συνεχές, Arist.; πλοῖα, auseinander zu nehmen, D. Sic. 2, 16; – zu erklären, λόγῳ Thuc. 1, 84.

Greek (Liddell-Scott)

διαιρετός: -ή, -όν, διῃρημένος, κεχωρισμένος, ἀντίθ. τῷ σύνθετος, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 20· δ. τυραννίδες, ἐπὶ ὀλιγαρχιῶν καὶ καθαρῶν δημοκρατιῶν, Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 35. 2) διαιρέσιμος, ἀντίθ. τῷ συνεχής, ὁ αὐτ. Φυσ. 1. 2, 8, Ἀναλ. Ὑστ. 2. 6, 3, Ἠθ. Ν. 2. 6, 4· - δ. ναῦς, ἥτις δύναται νὰ διαλυθῇ εἰς τεμάχια, ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 1. 5, 26. ΙΙ. διῃρημένος, διανενεμημένος, μοῖραν γῆς διαιρετὴν νέμειν Σοφ. Τρ. 163, ἔνθα ἴδε Δινδ. ΙΙΙ. εὐδιάκριτος, οὐ δ. λόγῳ, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διακρίνῃ ἢ ὁρίσῃ διὰ τοῦ λόγου, Θουκ. 1. 84. - Ἐπιρρ. διαιρετῶς Γρηγ. Ναζ. 2, 28Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. divisé :
1 désuni, séparé;
2 distribué, réparti;
II. qu’on peut distinguer, càd fixer ou déterminer (par le langage).
Étymologie: adj. verb. de διαιρέω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Morfología: [-ός, -όν S.Tr.163]
I 1desunido, separado, descompuestoop. σύνθετος X.Cyr.4.3.20, ἀμφορεῖς δύο ... διαιρετοί dos ánforas separadas para las votaciones, Arist.Ath.68.3.
2 dividido, distribuido μοῖραν πατρῴας γῆς διαιρετόν S.l.c., διαιρεταὶ τυραννίδες tiranías repartidas ref. a la oligarquía pura y a la democracia extrema, Arist.Pol.1312b37.
II 1que se puede dividir, divisible de abstr. οὐδὲ διαιρετόν ἐστιν, ἐπεὶ πᾶν ἐστιν ὁμοῖον Parm.B 8.22, ψυχή Arist.de An.411b27, cf. Ph.1.209, σύνθετον εἰς ἅπερ (μέρη) καὶ δ. Aristox.Harm.75.16, cf. Numen.11.13, τριχῇ τὸ στερεὸν δ. lo sólido es divisible en tres Ph.1.44, op. ἀδιαίρετος: πᾶν συνεχές Arist.Ph.231b16, EN 1106a26, τὴν δὲ ἀρχὴν ἐπ' ἄπειρον διαιρετήν Thphr.Fr.25
subst. τὸ δ. la divisibilidad op. τὸ ἀδιαίρετον Arist.APo.92a23
mús. la divisibilidad τῆς ὕλης Aristid.Quint.111.26
divisible, desmontable en piezas ποτάμια πλοῖα D.S.2.16, ναῦς D.S.2.17.
2 fig. que se puede definir o determinar νομίζειν τὰς προσπιπτούσας τύχας οὐ λόγῳ διαιρετάς Th.1.84.
III adv. -ῶς
1 de manera indivisible Dam.in Prm.179, Gr.Thaum.Fid.Cap.p.146.18, Felix III Ep.P.p.20.30.
2 de forma diversa τὴν ἔλλαμψιν ... συναπτομένην δ. Gr.Naz.M.36.28A.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διαιρετός, -ή, -όν) διαιρώ
1. αυτός που μπορεί να διαιρεθεί ή να κατατμηθεί
2. το ουδ. ως ουσ. το διαιρετόν
η διαιρετότητα
αρχ.
1. αυτός που έχει διαιρεθεί, ο χωρισμένος σε μέρη
2. ο διαμοιρασμένος, ο διανεμημένος
3. ο ευδιάκριτος
νεοελλ.
μαθ. αυτός που διαιρείται επακριβώς χωρίς να αφήνει υπόλοιπο.

Greek Monotonic

διαιρετός: -ή, -όν (διαιρέω),
I. διαιρεμένος, χωρισμένος, σε Ξεν.· διανεμημένος, σε Σοφ.
II. ευδιάκριτος, ξεχωριστός, άξιος μνείας και διάκρισης, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

διαιρετός: 1) делимый, разложимый (δ. καὶ πάλιν σόνθετος Xen.; πλῆθος Arst.);
2) разбирающийся на части, разборный (ναῦς Arst.; πλοῖα Diod.);
3) разделенный, распределенный (μοῖρα γῆς Soph.);
4) различающийся, отличный (τὰ ζῷα ὥσπερ φυτά ἐστι διαιρετά Arst.);
5) различимый, определимый: οὐ λόγῳ δ. Thuc. невыразимый, необъяснимый.