διαπυρσεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self

Source
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαπυρσεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ρίχνω]] φως πάνω σε, [[φωτίζω]], με αιτ., σε Πλούτ.
|lsmtext='''διαπυρσεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ρίχνω]] φως πάνω σε, [[φωτίζω]], με αιτ., σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαπυρσεύω:''' <b class="num">1)</b> досл. освещать (словно) факелом, перен. делать известным, прославлять (τῇ [[δόξῃ]] τὰς πράξεις εἰς ἅπαντας ἀνθρώπους Plut.);<br /><b class="num">2)</b> med. подавать огненные сигналы (πρός τινα Polyb.).
}}
}}

Revision as of 18:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπυρσεύω Medium diacritics: διαπυρσεύω Low diacritics: διαπυρσεύω Capitals: ΔΙΑΠΥΡΣΕΥΩ
Transliteration A: diapyrseúō Transliteration B: diapyrseuō Transliteration C: diapyrseyo Beta Code: diapurseu/w

English (LSJ)

   A communicate by beacon, τινί App.Mith.79: metaph., blazon abroad as by beacon-fires, τὰς πράξεις τῇ δόξῃ εἰς ἅπαντας τοὺς ἀνθρώπους Plu.Demetr.8: c.gen., Philostr.VA2.22 (v.l.διαπῠρ-πυρσαίνω): —Med., make signals by beacons, Plb.1.19.7.

German (Pape)

[Seite 599] dasselbe, Plut. Demetr. 8, τὰς πράξεις τῇ δόξῃ εἰς ἅπαντας ὰνθρώπους. – Med., ein Feuerzeichen geben, πρός τινα, Pol. 1, 19.

Greek (Liddell-Scott)

διαπυρσεύω: καταφωτίζω ὡς διὰ πυρσοῦ, Πλούτ. Δημητρ. 8· μετὰ γεν., Φιλόστρ. 74 (δι. γρ. -πυρσαίνω)·― κάμνω σημεῖα διὰ πυρσῶν, Πολύβ. 1. 19, 7.

French (Bailly abrégé)

éclairer avec une torche.
Étymologie: διά, πυρσεύω.

Spanish (DGE)

1 hacer señales con fuego c. dat. de pers. Μιθριδάτῃ διεπύρσευσεν avisó a Mitrídates con señales de fuego App.Mith.79, tb. en v. med. abs. τοῦ δ' Ἀννίβου διαπυρσευομένου Plb.1.19.7
fig. mostrar como una antorcha c. dat. instrum. ταχὺ τῇ δόξῃ διαπυρσεύσειν εἰς ἅπαντας ἀνθρώπους τὰς πράξεις Plu.Demetr.8.
2 iluminar con fuego c. gen. διαπυρσεύοντα τοῦ οὐρανοῦ (el sol) atravesando el cielo con su antorcha Philostr.VA 2.22.

Greek Monolingual

διαπυρσεύω (Α)
1. φωτίζω με πυρσό
2. κάνω σήματα με πυρσό
3. κοινολογώ, διαδίδω.

Greek Monotonic

διαπυρσεύω: μέλ. -σω, ρίχνω φως πάνω σε, φωτίζω, με αιτ., σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

διαπυρσεύω: 1) досл. освещать (словно) факелом, перен. делать известным, прославлять (τῇ δόξῃ τὰς πράξεις εἰς ἅπαντας ἀνθρώπους Plut.);
2) med. подавать огненные сигналы (πρός τινα Polyb.).