διασπαρακτός: Difference between revisions
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(nl) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=διασπαρακτός -ή -όν [διασπαράττω] aan stukken gescheurd. | |elnltext=διασπαρακτός -ή -όν [διασπαράττω] aan stukken gescheurd. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διασπᾰρακτός:''' разорванный на части, растерзанный ([[σῶμα]] Πενθέως Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A torn to pieces, E.Ba.1220, Ael.NA12.7.
German (Pape)
[Seite 603] zerrissen, Eur. Bacch. 1218.
Greek (Liddell-Scott)
διασπαρακτός: -ή, -όν, κατεσπαραγμένος, εἰς τεμάχια κατεσχισμένος, Εὐρ. Βάκχ. 1220, Αἰλ. π. Ζ. 12. 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
mis en lambeaux, déchiré.
Étymologie: διασπαράσσω.
Spanish (DGE)
(διασπᾰρακτός) -ή, -όν
despedazado, destrozadodel cuerpo de Penteo, E.Ba.1220
•troceado, descuartizado διασπαρακτὰ κεῖται (κρέα βοῶν) γυμνὰ ὀστῶν Ael.NA 12.7.
Greek Monotonic
διασπᾰρακτός: -ή, -όν, ξεσχισμένος σε κομμάτια, κατακρεουργημένος, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διασπαρακτός -ή -όν [διασπαράττω] aan stukken gescheurd.
Russian (Dvoretsky)
διασπᾰρακτός: разорванный на части, растерзанный (σῶμα Πενθέως Eur.).