διαφθαρτικός: Difference between revisions
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(9) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διαφθαρτικός]] -ή, -όν (Α)<br />[[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]]. | |mltxt=[[διαφθαρτικός]] -ή, -όν (Α)<br />[[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαφθαρτικός:''' губительный, гибельный, т. е. ядовитый ([[φάρμακον]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A destructive, fatal, Arist.Pr.865a8, Poll.5.132.
German (Pape)
[Seite 611] ή, όν, verderblich, φάρμακον Poll. 5, 132.
Greek (Liddell-Scott)
διαφθαρτικός: -ή, -όν, καταστρεπτικός, Ἀριστ. Προβλ. 1. 47, Πολυδ. Ε΄, 132.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
destructivo φάρμακον Arist.Pr.865a8, Poll.5.132, c. gen. δ. τῆς ψυχῆς Apollon.Lex.s.u. θυμοραϊστής.
Greek Monolingual
διαφθαρτικός -ή, -όν (Α)
ολέθριος, καταστρεπτικός.
Russian (Dvoretsky)
διαφθαρτικός: губительный, гибельный, т. е. ядовитый (φάρμακον Arst.).