δίγληνος: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δίγληνος:''' -ον ([[γλήνη]]), αυτός που έχει [[δύο]] κόρες ματιών, αυτός που έχει [[δύο]] οφθαλμούς, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''δίγληνος:''' -ον ([[γλήνη]]), αυτός που έχει [[δύο]] κόρες ματιών, αυτός που έχει [[δύο]] οφθαλμούς, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δίγληνος:''' с двойным зрачком: [[δίγληνοι]] ὦπες Theocr. оба глаза. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with two eye-balls, Theoc.Ep.6.
Greek (Liddell-Scott)
δίγληνος: -ον, ὁ ἔχων δύο γλήνας, κόρας (τοῦ ὀφθαλμοῦ), Θέοκρ. Ἐπιγρ. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à double prunelle.
Étymologie: δίς, γλήνη.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
de dobles pupilas διγλήνους ὦπας las pupilas de tus dos ojos Theoc.Ep.6.2.
Greek Monolingual
δίγληνος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο γλήνες, δύο κόρες ματιού, δύο μάτια.
Greek Monotonic
δίγληνος: -ον (γλήνη), αυτός που έχει δύο κόρες ματιών, αυτός που έχει δύο οφθαλμούς, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
δίγληνος: с двойным зрачком: δίγληνοι ὦπες Theocr. оба глаза.