διαπετάννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Ἡδὺν δὲ βίον μύστῃσι πρόφαινε → Show forth to the initiates a sweet life

Source
(9)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαπετάννυμι]] και [[διαπεταννύω]] (Α) [[πετάννυμι]]<br />ανοιγω [[κάτι]] που ήταν διπλωμένο, [[ξεδιπλώνω]].
|mltxt=[[διαπετάννυμι]] και [[διαπεταννύω]] (Α) [[πετάννυμι]]<br />ανοιγω [[κάτι]] που ήταν διπλωμένο, [[ξεδιπλώνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαπετάννῡμι:''' <b class="num">1)</b> раскладывать (sc. ἔρια Arph.);<br /><b class="num">2)</b> раскрывать, расправлять (τὰς πλεκτάνας Arst.; ἀετοὶ διαπεπετακότες τὰς πτέρυγας Diod.).
}}
}}

Revision as of 18:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπετάννῡμι Medium diacritics: διαπετάννυμι Low diacritics: διαπετάννυμι Capitals: ΔΙΑΠΕΤΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: diapetánnymi Transliteration B: diapetannymi Transliteration C: diapetannymi Beta Code: diapeta/nnumi

English (LSJ)

pf.

   A -πεπέτακα D.S.17.115, Pass. -πεπέτασμαι ib. 10:—open and spread out, Ar.Lys.732,733; τὰς πλεκτάνας, of the polypus, Arist.HA541b5; ἀετοὺς διαπεπετακότας τοὺς πτέρυγας D.S. 17.115:—Pass., pf. διαπέπ[τ]α[νται] πύλαι prob. in Pi.Dith.Oxy.2.4.

German (Pape)

[Seite 595] (s. πετάννυμι), auseinanderbreiten, Ar. Lys. 732; τὰς πλεκτάνας, Arist. H. A. 5, 6; πτέρυγας, D. Sic. 17, 115, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαπετάννυμι: ἢ -ύω, μέλλ. -πετάσω [ᾰ], πρκμ. διαπεπέτακα Διόδ. Σικ. 17, 115 [ᾰ]· - ἀνοίγω καὶ ἐξαπλώνω, Ἀριστοφ. Λυσ. 732, 733· τὰς πλεκτάνας, ἐπὶ τοῦ πολύποδος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 6, 2.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. διεπέτασα Ar.Lys.732, Arist.HA 541b5, LXX Ps.87.10; perf. διαπεπετακώς D.S.17.115, v. med. διαπέπ[τ] ανται Pi.Fr.70b.4, part. διαπεπετασμένον D.S.17.10]
extender, abrir, desplegar (ἔρια) ἐπὶ τῆς κλίνης Ar.l.c., cf. 733, τὰς πλεκτάνας del pulpo, Arist.l.c., ἀετοὺς διαπεπετακότας τὰς πτέρυγας D.S.17.115, cf. LXX 3Re.6.27, τὸ ἐπικάλυμμα LXX 2Re.17.19, τὸν κόλπον I.BI 5.327, τὰς πύλας Gr.Nyss.Steph.1.90.1, cf. Hom.in Cant.53.6, en v. pas., Pi.l.c., λεπτὸν ἀράχνης ὕφασμά τι διαπεπετασμένον D.S.17.10
frec. en el AT extender, tender τὰς χεῖρας en señal de súplica διεπέτασα πρὸς σὲ τὰς χεῖρας μου LXX Ps.87.10, εἰς τὸν οὐρανόν LXX 3Re.8.22, cf. 38, 54, To.3.11S, La.1.17.

Greek Monolingual

διαπετάννυμι και διαπεταννύω (Α) πετάννυμι
ανοιγω κάτι που ήταν διπλωμένο, ξεδιπλώνω.

Russian (Dvoretsky)

διαπετάννῡμι: 1) раскладывать (sc. ἔρια Arph.);
2) раскрывать, расправлять (τὰς πλεκτάνας Arst.; ἀετοὶ διαπεπετακότες τὰς πτέρυγας Diod.).