δορατισμός: Difference between revisions
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δορᾰτισμός:''' ὁ, [[μάχη]] με δόρατα, [[κονταρομαχία]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''δορᾰτισμός:''' ὁ, [[μάχη]] με δόρατα, [[κονταρομαχία]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δορᾰτισμός:''' ὁ метание копий (с той и другой стороны), перестрелка (ἦν δὲ δ. τὸ [[πρῶτον]], εἶτ᾽ ἐν [[χεροῖν]] γενόμενοι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A fighting with spears, Plu.Pyrrh.7, Tim.28, cj. in Lib.Descr.1.6.
German (Pape)
[Seite 658] ὁ, der Speerkampf; Plut. Timol. 28; Liban.
Greek (Liddell-Scott)
δορᾰτισμός: ὁ, μάχη διὰ τῶν δοράτων, Πλούτ. Πύρρ. 7, Τιμολ. 28.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
combat avec la lance.
Étymologie: δόρυ.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
ataque, lucha con lanzas σιδηροῖς θώραξι καὶ χαλκοῖς κράνεσιν διεκρούοντο τὸν δορατισμόν Plu.Tim.28, cf. Pyrrh.7, Lib.Descr.1.6.
Greek Monolingual
δορατισμός, ο (Α)
μάχη με δόρατα.
Greek Monotonic
δορᾰτισμός: ὁ, μάχη με δόρατα, κονταρομαχία, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δορᾰτισμός: ὁ метание копий (с той и другой стороны), перестрелка (ἦν δὲ δ. τὸ πρῶτον, εἶτ᾽ ἐν χεροῖν γενόμενοι Plut.).