δικτυβόλος: Difference between revisions

From LSJ

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δικτῠβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]), [[ψαράς]], αλιέας, σε Ανθ.
|lsmtext='''δικτῠβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]), [[ψαράς]], αλιέας, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δικτῠβόλος:''' ὁ забрасывающий сеть, т. е. рыболов Anth.
}}
}}

Revision as of 18:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δικτῠβόλος Medium diacritics: δικτυβόλος Low diacritics: δικτυβόλος Capitals: ΔΙΚΤΥΒΟΛΟΣ
Transliteration A: diktybólos Transliteration B: diktybolos Transliteration C: diktyvolos Beta Code: diktubo/los

English (LSJ)

ον,

   A a fisherman, ib.105 (Apollonid.), Opp.H.4.578.

German (Pape)

[Seite 630] ὁ, der Netzwerfer, Fischer; Apollnd. 7 (VI, 105); Opp. H. 4, 578.

Greek (Liddell-Scott)

δικτῠβόλος: -ον, ἁλιεύς, Ἀνθ. Π. 6. 105, Ὀππ. Ἁλ. 4. 578.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui jette le filet, pêcheur.
Étymologie: δίκτυον, βάλλω.

Spanish (DGE)

(δικτῠβόλος) -ου, ὁ pescador, AP 6.4 (Leon.), 6.105 (Apollonid.), 9.370 (Tib.Ill.), Opp.H.4.578.

Greek Monolingual

δικτυβόλος και δικτυοβόλος, ο (Α)
ο ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + -βόλος < βάλλω (πρβλ. τοξοβόλος, υδροβόλος)].

Greek Monotonic

δικτῠβόλος: -ον (βάλλω), ψαράς, αλιέας, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δικτῠβόλος: ὁ забрасывающий сеть, т. е. рыболов Anth.