δυσεξίτηλος: Difference between revisions
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(10) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (AM [[δυσεξίτηλος]], -ον)<br />αυτός που με [[δυσκολία]] αφαιρείται ή σβήνει. | |mltxt=-ο (AM [[δυσεξίτηλος]], -ον)<br />αυτός που με [[δυσκολία]] αφαιρείται ή σβήνει. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσεξίτηλος:''' с трудом уничтожающийся, стойкий ([[ἔλαιον]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:56, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A not easily perishing, ἄνθος φαρμάκων Str. 11.8.7, cf. Plu.2.696d, Philum.Ven.4.3.
German (Pape)
[Seite 679] schwer auszutilgen, unvergänglich; Strab. XI p. 516; Plut. Symp. 6, 9, 3.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεξίτηλος: [ῑ], -ον, ὁ δυσκόλως ἀφανιζόμενος, ἐξαλειφόμενος, Στράβων 516, Πλούτ. 2. 696D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à détruire, à effacer.
Étymologie: δυσ-, ἐξίτηλος.
Spanish (DGE)
-ον
1 agr. difícil de estropearse, que no se echa a perder de ajos, cebollas, Dsc.Ther.3, Philum.Ven.4.3.
2 difícil de borrar, difícil de quitar τὸ ἄνθος de un vestido teñido, Str.11.8.7, τὸ ἔλαιον Plu.2.696d.
Greek Monolingual
-ο (AM δυσεξίτηλος, -ον)
αυτός που με δυσκολία αφαιρείται ή σβήνει.
Russian (Dvoretsky)
δυσεξίτηλος: с трудом уничтожающийся, стойкий (ἔλαιον Plut.).