δύσπλανος: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύσπλᾰνος:''' -ον ([[πλάνη]]), αυτός που περιπλανιέται μέσα στη [[δυστυχία]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δύσπλᾰνος:''' -ον ([[πλάνη]]), αυτός που περιπλανιέται μέσα στη [[δυστυχία]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δύσπλᾰνος:''' преследуемый несчастьями в своих скитаниях, гонимый бедствиями (δ. [[παρθένος]] = Ἰώ Aesch.).
}}
}}

Revision as of 19:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσπλᾰνος Medium diacritics: δύσπλανος Low diacritics: δύσπλανος Capitals: ΔΥΣΠΛΑΝΟΣ
Transliteration A: dýsplanos Transliteration B: dysplanos Transliteration C: dysplanos Beta Code: du/splanos

English (LSJ)

ον,

   A wandering in misery, A.Pr.608 (lyr.); δ. ἀλατείαις ib.900 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 687] unglücklich umherirrend, Aesch. Prom. 611. 902.

Greek (Liddell-Scott)

δύσπλᾰνος: -ον, ἀθλίως πλανώμενος, Αἰσχύλ. Πρ. 608, 900.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui erre misérablement.
Étymologie: δυσ-, πλάνη.

Spanish (DGE)

(δύσπλᾰνος) -ον
de enloquecido errar παρθένος ref. Ío, A.Pr.608, cf. 900.

Greek Monolingual

δύσπλανος, -ον (Α)
αυτός που περιπλανιέται μέσα στη δυστυχία.

Greek Monotonic

δύσπλᾰνος: -ον (πλάνη), αυτός που περιπλανιέται μέσα στη δυστυχία, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δύσπλᾰνος: преследуемый несчастьями в своих скитаниях, гонимый бедствиями (δ. παρθένος = Ἰώ Aesch.).