δύσκολπος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύσκολπος:''' -ον, αυτός που έχει [[δυσπλασία]] στη [[μήτρα]], δυστυχή [[κόλπο]], σε Ανθ.
|lsmtext='''δύσκολπος:''' -ον, αυτός που έχει [[δυσπλασία]] στη [[μήτρα]], δυστυχή [[κόλπο]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δύσκολπος:''' (о материнском чреве) злополучный, несчастный ([[γαστήρ]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 19:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσκολπος Medium diacritics: δύσκολπος Low diacritics: δύσκολπος Capitals: ΔΥΣΚΟΛΠΟΣ
Transliteration A: dýskolpos Transliteration B: dyskolpos Transliteration C: dyskolpos Beta Code: du/skolpos

English (LSJ)

ον,

   A with luckless womb, γαστήρ, of a woman whose child was dead before birth, AP7.583 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 683] γαστήρ, mit unglücklichem Schooße, Agath. 78 (IV, 583).

Greek (Liddell-Scott)

δύσκολπος: -ον, ὁ ἔχων κακῶς διαπεπλασμένην μήτραν, γαστὴρ Ἀνθ.Π. 7.583.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au sein mal conformé.
Étymologie: δυσ-, κόλπος.

Spanish (DGE)

-ον
de desgraciado seno γαστρὶ δὲ δυσκόλπῳ νεκρὸν ἔνεστι τέκος AP 7.583 (Agath.).

Greek Monotonic

δύσκολπος: -ον, αυτός που έχει δυσπλασία στη μήτρα, δυστυχή κόλπο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δύσκολπος: (о материнском чреве) злополучный, несчастный (γαστήρ Anth.).