δυσμετάβλητος: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(10) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσμετάβλητος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα μεταβάλλεται. | |mltxt=-η, -ο (AM [[δυσμετάβλητος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα μεταβάλλεται. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσμετάβλητος:''' с трудом изменяющийся, несклонный меняться ([[δυσκίνητος]] καὶ δ. Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to alter, Hp.Alim.51, Plu.2.952c.
German (Pape)
[Seite 684] schwer zu verändern, Hippocr.; Plut. de prim. frig. 16; schwer zu verdauen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμετάβλητος: -ον, δυσκόλως μεταβαλλόμενος, Ἱππ. 384. 14, Πλούτ. 2. 952Β· οὕτω δυσμετάβολος, ον, Δαμοκρ. παρὰ Γαλην. 13. 1003 Kühn. ― Ἐπίρρ. -λως, αὐτόθι 1004· δυσμεταβλησία, ἡ, Σωρ. Ἐφ. (Erm. σ. 140. 142).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à changer.
Étymologie: δυσ-, μεταβάλλω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de pers. que se adapta a los cambios con dificultad de los viejos, Plu.2.625a.
2 de cosas que es difícil de alterar o transformar de los músculos ejercitados, Hp.Alim.51, ἡ γὰρ ἀτενὴς καὶ σκληρὰ δ. de la tierra, Plu.2.640e, λίθοι Plu.2.701c, cf. 952c, 1025c, νόσος ψυχῆς δ. τῷ νόμῳ Max.Tyr.7.3
•de alimentos que cuesta digerir, que se digiere con lentitud Alex.Trall.2.253.1, 6, 281.17.
II adv. -ως con dificultad para ser modificado ἀκριβῶς ... καὶ δ. Olymp.in Cat.120.8.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσμετάβλητος, -ον)
αυτός που δύσκολα μεταβάλλεται.
Russian (Dvoretsky)
δυσμετάβλητος: с трудом изменяющийся, несклонный меняться (δυσκίνητος καὶ δ. Plut.).