δυσκόμιστος: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσκόμιστος:''' -ον ([[κομίζω]]), [[δύσκολος]] στο να υποφερθεί, [[αφόρητος]], [[ανυπόφορος]], δυσβάσταχτος, σε Σοφ., Ευρ. | |lsmtext='''δυσκόμιστος:''' -ον ([[κομίζω]]), [[δύσκολος]] στο να υποφερθεί, [[αφόρητος]], [[ανυπόφορος]], δυσβάσταχτος, σε Σοφ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσκόμιστος:''' трудно переносимый, невыносимый ([[πότμος]] Soph.): δυσκόμιστόν τινα εἰσκομίζειν γῇ Eur. выполнять тяжелый долг предания кого-л. земле. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to bear, intolerable, πότμος S.Ant.1346 (lyr.); τέκνα E.HF1422.
German (Pape)
[Seite 683] schwer zu tragen; πότμος Soph. Ant. 1326; τέκνα Eur. Herc. Fur. 1422.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκόμιστος: -ον, ὃν δυσκόλως φέρει τις, ἀφόρητος, ἀσνυπόφορος, πότμος, Σοφ. Ἀντ. 1346· τέκνα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1423
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à supporter, intolérable.
Étymologie: δυσ-, κομίζω.
Spanish (DGE)
-ον
1 sent. moral difícil de sobrellevar πότμος S.Ant.1346, ἄχη E.HF 1422.
2 sent. fís. difícil de transportar neutr. subst. τὸ δ. dificultad de transporte de ciertos árboles, Thphr.HP 5.8.1.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δυσκόμιστος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δύσκολα μεταφέρεται («δυσκόμιστο φορτίο»)
αρχ.
αυτός τον οποίο δύσκολα υπομένει ή υποφέρει κανείς.
Greek Monotonic
δυσκόμιστος: -ον (κομίζω), δύσκολος στο να υποφερθεί, αφόρητος, ανυπόφορος, δυσβάσταχτος, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δυσκόμιστος: трудно переносимый, невыносимый (πότμος Soph.): δυσκόμιστόν τινα εἰσκομίζειν γῇ Eur. выполнять тяжелый долг предания кого-л. земле.