εἴσοπτος: Difference between revisions

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἴσοπτος:''' -ον ([[εἰσόψομαι]], μέλ. του [[εἰσοράω]]), [[ορατός]], [[ολοφάνερος]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''εἴσοπτος:''' -ον ([[εἰσόψομαι]], μέλ. του [[εἰσοράω]]), [[ορατός]], [[ολοφάνερος]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἴσοπτος:''' ион. [[ἔσοπτος]] 2 заметный, находящийся на виду, отовсюду (со всех сторон) хорошо видимый (τὸ [[ἱρόν]] Her.).
}}
}}

Revision as of 19:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴσοπτος Medium diacritics: εἴσοπτος Low diacritics: είσοπτος Capitals: ΕΙΣΟΠΤΟΣ
Transliteration A: eísoptos Transliteration B: eisoptos Transliteration C: eisoptos Beta Code: ei)/soptos

English (LSJ)

ον,

   A visible, βιεφάροις θνατῶν ἔς. Simon.58.4, cf. Hdt.2.138, Antipho Soph.6.

German (Pape)

[Seite 744] anzusehen, sichtbar, Her. 2, 138.

Greek (Liddell-Scott)

εἴσοπτος: -ον, ὁρατός, Σιμωνίδ. 26, Ἡρόδ. 2. 138.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
visible.
Étymologie: εἰσοράω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): ἐσ- Simon.74.5, Hdt.2.138
visible (ἁ Ἀρετά) οὐδὲ πάντων βλεφάροισι θνατῶν ἔ. Simon.l.c., ἱρόν Hdt.l.c., cf. Antipho Soph.B 6.

Greek Monolingual

εἴσοπτος και ἔσοπτος, -ον (Α)
ορατός, προσιτός στη θέα.

Greek Monotonic

εἴσοπτος: -ον (εἰσόψομαι, μέλ. του εἰσοράω), ορατός, ολοφάνερος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

εἴσοπτος: ион. ἔσοπτος 2 заметный, находящийся на виду, отовсюду (со всех сторон) хорошо видимый (τὸ ἱρόν Her.).