ἐκκολυμβάω: Difference between revisions

From LSJ

δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative

Source
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκκολυμβάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κολυμπώ]] έξω από, [[βγαίνω]] έξω κολυμπώντας, με γεν., σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐκκολυμβάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κολυμπώ]] έξω από, [[βγαίνω]] έξω κολυμπώντας, με γεν., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκκολυμβάω:''' выплывать, aor. вынырнуть Arph., Diod.: ἐ. [[ναός]] Eur. спрыгнув с корабля, спасаться вплавь.
}}
}}

Revision as of 19:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκολυμβάω Medium diacritics: ἐκκολυμβάω Low diacritics: εκκολυμβάω Capitals: ΕΚΚΟΛΥΜΒΑΩ
Transliteration A: ekkolymbáō Transliteration B: ekkolymbaō Transliteration C: ekkolymvao Beta Code: e)kkolumba/w

English (LSJ)

   A plunge into the sea from.., c. gen., ναός E.Hel.1609 : abs., Ar.Fr.80, cf. D.S.20.86, Act.Ap.27.42 ; swim ashore, εἰς τὴν γῆν D.H.5.24, cf. App.Syr.6.

German (Pape)

[Seite 764] herausschwimmen, durch Schwimmen entkommen; ναός Eur. Hel. 1609; D. Sic. 20, 86; εἰς τὴν γῆν Dion. Hal. 5, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκολυμβάω: κολυμβῶ ἔξω, εἰς τὴν ξηρὰν ἐκ πλοίου, ναὸς Εὐρ. Ἠλ. 1609, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 51· εἰς τὴν γῆν Διον. Ἁλ. 5. 24.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
s’échapper à la nage, en gén. se jeter à la nage.
Étymologie: ἐκ, κολυμβάω.

Spanish (DGE)

1 zambullirse, tirarse al agua εὖ γ' ἐξεκολύμβησ' οὑπιβάτης Ar.Fr.82, ἐκκολυμβᾶν ναός tirarse al mar desde la nave E.Hel.1609, οἱ πλεῖστοι δὲ καιομένων τῶν ἀκατίων ἐξεκολύμβησαν D.S.20.86, cf. App.Syr.56, μή τις ἐκκολυμβήσας διαφύγῃ Act.Ap.27.42.
2 emerger ἐξεκολύμβησεν εἰς τὴν γῆν D.H.5.24.

English (Strong)

from ἐκ and κολυμβάω; to escape by swimming: swim out.

English (Thayer)

ἐκκολυμβώ: 1st aorist participle ἐκκολυμβήσας; to swim out of: Euripides, Hel. 1609; Diodorus, Dionysius Halicarnassus).

Greek Monotonic

ἐκκολυμβάω: μέλ. -ήσω, κολυμπώ έξω από, βγαίνω έξω κολυμπώντας, με γεν., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκολυμβάω: выплывать, aor. вынырнуть Arph., Diod.: ἐ. ναός Eur. спрыгнув с корабля, спасаться вплавь.