ἐναποκλάω: Difference between revisions
From LSJ
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐναποκλάω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σπάζω]] την [[ασπίδα]] από τη μέσα [[πλευρά]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ἐναποκλάω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σπάζω]] την [[ασπίδα]] από τη μέσα [[πλευρά]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐναποκλάω:''' ломать, переламывать (δοράτια ἐναποκέκλαστο, sc. ἐν τοῖς πίλοις Thuc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A break off short in, τὰ δοράτια ἐναπεκέκλαστο Th.4.34.
German (Pape)
[Seite 828] (s. κλάω), darin abbrechen, ἐναποκέκλαστο Thuc. 4, 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναποκλάω: θραύω ἐντός, δοράτιά τε ἐναποκέκλαστο, ἦσαν ἐντεθραυσμένα, Θουκ. 4. 34.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
briser dans ou en dedans.
Étymologie: ἐν, ἀποκλάω.
Greek Monotonic
ἐναποκλάω: μέλ. -σω, σπάζω την ασπίδα από τη μέσα πλευρά, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐναποκλάω: ломать, переламывать (δοράτια ἐναποκέκλαστο, sc. ἐν τοῖς πίλοις Thuc.).