ἐναραρίσκω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνᾰρᾰρίσκω:''' αόρ. αʹ <i>ἐνῆρσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[προσαρμόζω]] ή [[στερεώνω]], [[συναρμολογώ]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἐνάρηρα</i>, αμτβ., είμαι προσαρμοσμένος σε, στο ίδ.
|lsmtext='''ἐνᾰρᾰρίσκω:''' αόρ. αʹ <i>ἐνῆρσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[προσαρμόζω]] ή [[στερεώνω]], [[συναρμολογώ]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἐνάρηρα</i>, αμτβ., είμαι προσαρμοσμένος σε, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐναραρίσκω:''' <b class="num">1)</b> (aor. [[ἐνῆρσα]]) прикреплять, прилаживать (σταθμούς Hom. - in tmesi);<br /><b class="num">2)</b> (pf. ἐνάρηρα) быть прикрепляемым (στειλειὸν εὖ [[ἐναρηρός]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 19:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνᾰρᾰρίσκω Medium diacritics: ἐναραρίσκω Low diacritics: εναραρίσκω Capitals: ΕΝΑΡΑΡΙΣΚΩ
Transliteration A: enararískō Transliteration B: enarariskō Transliteration C: enararisko Beta Code: e)narari/skw

English (LSJ)

aor. 1 ἐνῆρσα,

   A fit or fasten in, ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε Od. 21.45.    II pf. ἐνάρηρα, intr., to be fitted in, εὖ ἐναρηρός 5.236; οὐρανῷ εὖ ἐνάρηρεν ἀλάλματα Arat.453.

German (Pape)

[Seite 829] einfügen; ἐνῆρσεν Suid.; εὖ ἐναρηρός Od. 5, 236, wohl eingefügt; Arat. 453 πάντα οὐρανῷ εὖ ἐνάρηρεν, in tmesi Od. 21, 45 ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναραρίσκω: ἀόρ. α΄ ἐνῆρσα˙ προσαρμόζω ἢ στερεώνω ἐντός, ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε Ὀδ. Φ. 45. ΙΙ. πρκμ. β΄ ἐνάρηρα, ἀμεταβ., εἶμαι ἐνηρμοσμένος, εὖ ἐναρηρὸς Ὀδ. Ε. 236· γ΄ ἑνικ., Ἄρατ. 453.

French (Bailly abrégé)

seul. pf. 3ᵉ sg. ἐνάρηρεν;
être attaché à ; part. neutre ἐναρηρός solidement attaché à, τινι.
Étymologie: ἐν, ἀραρίσκω.

Spanish (DGE)

(ἐνᾰραρίσκω)
afianzar, fijar ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε y fijó las jambas para construir una puerta Od.21.45
perf. estar ajustado, sujeto (στειλειόν) εὖ ἐναρηρός mango del hacha bien ajustado, Od.5.236, c. dat. οὐρανῷ εὖ ἐνάρηρεν ἀγάλματα νυκτὸς ἰούσης están sujetas en el cielo como adornos de la noche que se desliza las constelaciones, Arat.453.

Greek Monolingual

ἐναραρίσκω (Α)
εναρμόζω, προσαρτώ, προσαρμόζωστειλειόν... εὖ ἐναρηρός» — στειλιάρι καλά προσαρμοσμένο, Όμ.).

Greek Monotonic

ἐνᾰρᾰρίσκω: αόρ. αʹ ἐνῆρσα·
I. προσαρμόζω ή στερεώνω, συναρμολογώ, σε Ομήρ. Οδ.
II. ἐνάρηρα, αμτβ., είμαι προσαρμοσμένος σε, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐναραρίσκω: 1) (aor. ἐνῆρσα) прикреплять, прилаживать (σταθμούς Hom. - in tmesi);
2) (pf. ἐνάρηρα) быть прикрепляемым (στειλειὸν εὖ ἐναρηρός Hom.).