ἑλκεσίχειρος: Difference between revisions
From LSJ
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑλκεσίχειρος:''' -ον, αυτός που τραβά το [[χέρι]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἑλκεσίχειρος:''' -ον, αυτός που τραβά το [[χέρι]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑλκεσίχειρος:''' влекомый вручную, ручной (τρύπανα Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A drawing the hand after it, τρύπανα AP6.103 (Phil.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκεσίχειρος: -ον, ὁ ἕλκων πρὸς ἑαυτὸν τὴν χεῖρα, τρύπανά θ’ ἑλκεσίχειρα Φίλιππ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 103.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui entraîne la main de l’ouvrier.
Étymologie: ἕλκω, χείρ.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
que se usa con la mano τρύπανα AP 6.103 (Phil.).
Greek Monotonic
ἑλκεσίχειρος: -ον, αυτός που τραβά το χέρι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἑλκεσίχειρος: влекомый вручную, ручной (τρύπανα Anth.).