ἐνναέτηρος: Difference between revisions
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐνναέτηρος:''' -ον ([[ἔτος]]) = το επόμ., [[εννιά]] ετών (ηλικιακά), σε Ησίοδ. | |lsmtext='''ἐνναέτηρος:''' -ον ([[ἔτος]]) = το επόμ., [[εννιά]] ετών (ηλικιακά), σε Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνναέτηρος:''' девятилетний Hes. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, = sq.,
A nine years old, Hes.Op.436.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνναέτηρος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 434.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
âgé de neuf ans.
Étymologie: ἐννέα, ἔτος.
Spanish (DGE)
-ου
de nueve años de edad βόε δ' ἐνναετήρω dos bueyes de nueve años Hes.Op.436, de un niño, Nonn.D.9.169.
Greek Monolingual
ἐνναέτηρος, -ον (AM)
εννεαετής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + -ετηρος < έτος + -ηρος].
Greek Monotonic
ἐνναέτηρος: -ον (ἔτος) = το επόμ., εννιά ετών (ηλικιακά), σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνναέτηρος: девятилетний Hes.