ἐνυδρόβιος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐνυδρόβῑος:''' -ον, αυτός που ζει στο [[νερό]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἐνυδρόβῑος:''' -ον, αυτός που ζει στο [[νερό]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνυδρόβιος:''' живущий на воде (χῆνες Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A living in the water, χῆνες AP6.231 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 860] im Wasser lebend, χῆνες Philp. 10 (VI, 231).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνυδρόβῐος: -ον, ὁ ζῶν ἐν τοῖς ὕδασι, πολιὸν χηνῶν ζεῦγος ἐνυδροβίων Ἀνθ. Π. 6. 231, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vit sur l’eau.
Étymologie: ἔνυδρος, βίος.
Spanish (DGE)
-ον de vida acuática χῆνες AP 6.231 (Philippus).
Greek Monolingual
ἐνυδρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει και διαμένει στα νερά, ο υδρόβιος.
Greek Monotonic
ἐνυδρόβῑος: -ον, αυτός που ζει στο νερό, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνυδρόβιος: живущий на воде (χῆνες Anth.).