ἐνοφθαλμισμός: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(12) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἐνοφθαλμισμός]]) [[ενοφθαλμίζω]]<br />[[εμβολιασμός]], [[εγκεντρισμός]] δέντρου ή άλλου φυτού<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[εισαγωγή]] στον οργανισμό ζωντανού μικροβίου ή ιού για θεραπευτικούς σκοπούς<br /><b>μσν.</b><br />[[θέαμα]]. | |mltxt=ο (AM [[ἐνοφθαλμισμός]]) [[ενοφθαλμίζω]]<br />[[εμβολιασμός]], [[εγκεντρισμός]] δέντρου ή άλλου φυτού<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[εισαγωγή]] στον οργανισμό ζωντανού μικροβίου ή ιού για θεραπευτικούς σκοπούς<br /><b>μσν.</b><br />[[θέαμα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνοφθαλμισμός:''' ὁ с.-х. прививка (δένδρα πεποικιλμένα τοῖς ἐνοφθαλμισμοῖς Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A budding, Gp.10.77.1: pl., Thphr.CP1.6.1,2, Plu.2.640b.
German (Pape)
[Seite 851] ὁ, Inokulation; Theophr.; Plut. Symp. 2, 6, 1.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
inoculation, greffe.
Étymologie: ἐν, ὀφθαλμός.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 agr. injerto esp. injerto de yema φυτεία δέ τις καὶ ὁ ἐ., οὐ μόνον παράταξις Thphr.CP 1.6.1, cf. Plu.2.640b, Clem.Al.Strom.6.15.119, dist. de ἐγκεντρισμός ‘injerto de púa’ y ἐμφυλλισμός ‘injerto de aproximación’ Gp.10.75.1, cf. Anecd.Plant.2.3.
2 plu. visiones ἐνοφθαλμισμῶν· θεαμάτων Phot.ε 1005, Sud.
Greek Monolingual
ο (AM ἐνοφθαλμισμός) ενοφθαλμίζω
εμβολιασμός, εγκεντρισμός δέντρου ή άλλου φυτού
νεοελλ.
η εισαγωγή στον οργανισμό ζωντανού μικροβίου ή ιού για θεραπευτικούς σκοπούς
μσν.
θέαμα.
Russian (Dvoretsky)
ἐνοφθαλμισμός: ὁ с.-х. прививка (δένδρα πεποικιλμένα τοῖς ἐνοφθαλμισμοῖς Plut.).