ἐξαμαύρωσις: Difference between revisions
From LSJ
(12) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξαμαύρωσις]], η (Α) [[εξαμαυρῶ]]<br />[[πλήρης]] [[εξαφάνιση]], [[πλήρης]] ἔλλειψη<br />(«μετάλλων ἴσμεν ἐξαμαυρώσεις», <b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=[[ἐξαμαύρωσις]], η (Α) [[εξαμαυρῶ]]<br />[[πλήρης]] [[εξαφάνιση]], [[πλήρης]] ἔλλειψη<br />(«μετάλλων ἴσμεν ἐξαμαυρώσεις», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξᾰμαύρωσις:''' εως ἡ pl. исчезновение, истощение (sc. τῶν μετάλλων Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A disappearing, μετάλλων Plu.2.434a (pl.).
German (Pape)
[Seite 867] ἡ, die gänzliche Schwächung, das Aufhören, μετάλλων Plut. def. or. 43.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαμαύρωσις: -εως, ἔκλειψις, ἐντελὴς ἐξαφάνισις πράγματός τινος, καὶ μετάλλων ἴσμεν ἐξαμαυρώσεις γεγονέναι καινὰς Πλούτ. 434Β.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
obscurcissement ; disparition.
Étymologie: ἐξ, ἀμαυρόω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ desaparición τῶν μετάλλων Plu.2.434a.
Greek Monolingual
ἐξαμαύρωσις, η (Α) εξαμαυρῶ
πλήρης εξαφάνιση, πλήρης ἔλλειψη
(«μετάλλων ἴσμεν ἐξαμαυρώσεις», Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐξᾰμαύρωσις: εως ἡ pl. исчезновение, истощение (sc. τῶν μετάλλων Plut.).