ἐξεπίτηδες: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξεπίτηδες:''' επίρρ., [[εξεπίτηδες]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· με προμελετημένη, εκ προθέσεως κακή [[διάθεση]], σε Δημ. | |lsmtext='''ἐξεπίτηδες:''' επίρρ., [[εξεπίτηδες]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· με προμελετημένη, εκ προθέσεως κακή [[διάθεση]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξεπίτηδες:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> (пред)намеренно, умышленно (ποιεῖν τι Arph., Plat.);<br /><b class="num">2)</b> упорным трудом (εὑρεθείς Luc.);<br /><b class="num">3)</b> усердно, деятельно, ревностно (καταπλεῦσαι Arst.);<br /><b class="num">4)</b> со злым умыслом (ὑβρίζειν Dem.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A = ἐπίτηδες, on purpose, Hp.Art.47, Ar.Pl.916, Pl.Grg.461c, al., Men.Epit.328. 2 with malice prepense, D.21.56, 187, Phld.Lib.p.62 O.
German (Pape)
[Seite 877] ganz absichtlich, mit allem Fleiße; οὔκουν δικαστὰς ἐξ. ἡ πόλις ἄρχειν καθίστησιν; Ar. Plut. 916; Xenarch. com. Ath. VI, 225 (v. 10); κτώμεθα ἑταίρους, ἵνα Plat. Gorg. 461 c, öfter; προσκρούεσθαι ἀλλήλοις Din. 1, 99; Sp.; εὑρεῖν Luc. Alex. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεπίτηδες: Ἐπίρρ. = ἐπίτηδες, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813, Ἀριστοφ. Πλ. 916, Πλάτ. Γοργ. 461C, κ. ἀλλ. 2) ἐξεπίτηδες, μὲ προμεμελετημένον κακὸν σκοπόν, Δημ. 532. 25., 575. 10.
French (Bailly abrégé)
adv.
à dessein.
Étymologie: ἐξ, ἐπίτηδες.
Greek Monolingual
και ξεπίτηδες (Α ἐξεπίτηδες) επίτηδες
επίρρ.
1. σκόπιμα, εκ προθέσεως
2. με προμελετημένο και συνήθως κακό σκοπό.
Greek Monotonic
ἐξεπίτηδες: επίρρ., εξεπίτηδες, σε Αριστοφ., Πλάτ.· με προμελετημένη, εκ προθέσεως κακή διάθεση, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξεπίτηδες: adv.
1) (пред)намеренно, умышленно (ποιεῖν τι Arph., Plat.);
2) упорным трудом (εὑρεθείς Luc.);
3) усердно, деятельно, ревностно (καταπλεῦσαι Arst.);
4) со злым умыслом (ὑβρίζειν Dem.).