ἐπανακύκλησις: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(13) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπανακύκλησις]] και σπαν. ἐπανακύκλωσις, η (AM) [[επανακυκλώ]]<br />[[περιστροφή]] κύκλου στον εαυτό του, [[περιστροφή]] κυκλική («περὶ τὰς τῶν κύκλων πρὸς ἑαυτοὺς ἐπανακυκλήσεις και προσχωρήσεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[μετεμψύχωση]]) [[κύκλος]], [[περιστροφή]]. | |mltxt=[[ἐπανακύκλησις]] και σπαν. ἐπανακύκλωσις, η (AM) [[επανακυκλώ]]<br />[[περιστροφή]] κύκλου στον εαυτό του, [[περιστροφή]] κυκλική («περὶ τὰς τῶν κύκλων πρὸς ἑαυτοὺς ἐπανακυκλήσεις και προσχωρήσεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[μετεμψύχωση]]) [[κύκλος]], [[περιστροφή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπανακύκλησις:''' εως ἡ круговращение, круговорот Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A return of a circle into itself, Pl.Ti. 40c.
German (Pape)
[Seite 900] ἡ, das Zurückkehren im Kreise, Plat. Tim. 40 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανακύκλησις: ἢ ἐπανακύκλωσις, εως, ἡ, περιστροφή, Πλάτ. Τίμ. 40C.
Greek Monolingual
ἐπανακύκλησις και σπαν. ἐπανακύκλωσις, η (AM) επανακυκλώ
περιστροφή κύκλου στον εαυτό του, περιστροφή κυκλική («περὶ τὰς τῶν κύκλων πρὸς ἑαυτοὺς ἐπανακυκλήσεις και προσχωρήσεις», Πλάτ.)
μσν.
(για μετεμψύχωση) κύκλος, περιστροφή.
Russian (Dvoretsky)
ἐπανακύκλησις: εως ἡ круговращение, круговорот Plat.