ἐπιβριθής: Difference between revisions
ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιβρῑθής:''' -ές, αυτός που πέφτει [[βαρύς]] ή με [[σφοδρότητα]] πάνω σε, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἐπιβρῑθής:''' -ές, αυτός που πέφτει [[βαρύς]] ή με [[σφοδρότητα]] πάνω σε, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιβρῑθής:''' тяжело или гневно обрушивающийся, грозно тяготеющий (ἐπιβριθεῖς τινι Μοῖραι Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A falling heavy upon, A.Eu.965 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 931] ές, darauf lastend, von den Erinnyen, παντὶ χρόνῳ δ' ἐπιβριθεῖς ἐνδίκοις ὁμιλίαις Aesch. Eum. 923, mit der ganzen Macht sich darauf werfend. Vgl. das folgde Verbum.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβρῑθής: -ές, ἔχων βαρύτητα εἴς τι, παντὶ χρόνῳ δ’ ἐπιβριθεῖς ἐνδίκοις ὁμιλίαις, περὶ τῶν Μοιρῶν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 695.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui pèse de tout son poids, accablant.
Étymologie: ἐπιβρίθω.
Greek Monolingual
ἐπιβριθής, -ές (Α)
αυτός που πέφτει βαρύς πάνω σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -βριθής (< βρίθος «βάρος»)].
Greek Monotonic
ἐπιβρῑθής: -ές, αυτός που πέφτει βαρύς ή με σφοδρότητα πάνω σε, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβρῑθής: тяжело или гневно обрушивающийся, грозно тяготеющий (ἐπιβριθεῖς τινι Μοῖραι Aesch.).