ἐπιθοάζω: Difference between revisions
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιθοάζω:''' μόνο στον ενεστ., [[κάθομαι]] ως [[ικέτης]] κοντά στον βωμό, σε Αισχύλ., Ευρ. | |lsmtext='''ἐπιθοάζω:''' μόνο στον ενεστ., [[κάθομαι]] ως [[ικέτης]] κοντά στον βωμό, σε Αισχύλ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιθοάζω:''' молить(ся) у алтаря (ἐπεύχεσθαι καὶ ἐ. Aesch.; θρηνεῖν καὶ ἐ. Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A sit as suppliant at an altar, τάδ' ἐπευχομένη κἀπιθοάζουσ' A.Ch.856 (οα in litura); τάδε καὶ θρηνῶ κἀπιθοάζω E.Med.1409; cf. θοάζω 11; but κἀπιθεάζουσ' invoking the gods, and κἀπιθεάζω shd. prob. be read.
German (Pape)
[Seite 943] daraufsitzen, an den Altären als Schutzflehender sitzen, die Götter anrufen, neben ἐπεύχομαι Aesch. Ch. 843, wie Eur. Med. 1409 ἐπιθοάζω μαρτυρούμενος δαίμονας, vielleicht ἐπιθεάζω, s. Buttmann Lezil. II S. 109 s.
French (Bailly abrégé)
être assis en suppliant auprès d’un autel.
Étymologie: ἐπί, θοάζω.
Greek Monolingual
ἐπιθοάζω (Α)
κάθομαι κοντά σε βωμό ως ικέτης ζητώντας τη βοήθεια τών θεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θοάζω «κάθομαι»].
Greek Monotonic
ἐπιθοάζω: μόνο στον ενεστ., κάθομαι ως ικέτης κοντά στον βωμό, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθοάζω: молить(ся) у алтаря (ἐπεύχεσθαι καὶ ἐ. Aesch.; θρηνεῖν καὶ ἐ. Eur.).