ἐπιμαστίδιος: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιμαστίδιος:''' -ον ([[μαστός]]), αυτός που [[ακόμη]] θηλάζει, που δεν έχει [[ακόμη]] κόψει τον θηλασμό, που δεν έχει απογαλακτιστεί, σε Τραγ.
|lsmtext='''ἐπιμαστίδιος:''' -ον ([[μαστός]]), αυτός που [[ακόμη]] θηλάζει, που δεν έχει [[ακόμη]] κόψει τον θηλασμό, που δεν έχει απογαλακτιστεί, σε Τραγ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιμαστίδιος:''' (τῐ)<br /><b class="num">1)</b> не отнятый от груди, грудной ([[βρέφος]] Eur.; [[παιδίον]] Luc.; βλαχαὶ τῶν ἐπιμαστιδίων Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> новорожденный ([[γόνος]] ὀρταλίχων Soph.).
}}
}}

Revision as of 20:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμαστίδιος Medium diacritics: ἐπιμαστίδιος Low diacritics: επιμαστίδιος Capitals: ΕΠΙΜΑΣΤΙΔΙΟΣ
Transliteration A: epimastídios Transliteration B: epimastidios Transliteration C: epimastidios Beta Code: e)pimasti/dios

English (LSJ)

ον, (μαστός)

   A on or at the breast, not yet weaned, of infants, A.Th.349 (lyr.), E.IT231 (lyr.), Nic.Dam.13J., Luc.Tox. 61; of birds, γόνος ὀρταλίχων S.Fr.793 (anap.).

German (Pape)

[Seite 960] an der Brust liegend, saugend; βληχαὶ τῶν ἐπιμαστιδίων, der Säuglinge, Aesch. Spt. 331; γόνος Seph. frg. 962; βρέφος Eur. I. T. 231 u. S0., wie παιδίον Luc. Tox. 61; vgl. Mel. 117 (Plan. 134).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμαστίδιος: -ον, (μαστὸς) ὁ θηλάζων ἔτι, βλαχαὶ δ’ αἱματόεσσαι τῶν ἐπιμαστιδίων... βρέμονται Αἰσχύλ. Θήβ. 349· ἐπιμαστίδιον γόνον Σοφ. Ἀποσπ. 962· ἐπιμαστίδιον τότε βρέφος ἔτι, δηλ. ἔτι ἐν γάλακτι, Εὐρ. Ι. Τ. 231, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est à la mamelle.
Étymologie: ἐπί, μαστός.

Greek Monolingual

ἐπιμαστίδιος, -ον (Α)
(για βρέφος) αυτός που θηλάζει ακόμη («ὃν ἔλιπον ἐπιμαστίδιον ἔτι βρέφος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -μαστίδιος (< μαστός), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. υπο-μαστίδιος)].

Greek Monotonic

ἐπιμαστίδιος: -ον (μαστός), αυτός που ακόμη θηλάζει, που δεν έχει ακόμη κόψει τον θηλασμό, που δεν έχει απογαλακτιστεί, σε Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμαστίδιος: (τῐ)
1) не отнятый от груди, грудной (βρέφος Eur.; παιδίον Luc.; βλαχαὶ τῶν ἐπιμαστιδίων Aesch.);
2) новорожденный (γόνος ὀρταλίχων Soph.).