ἐπισαλεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
(13)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπισαλεύω]] (Α) [[σαλεύω]]<br /><b>1.</b> [[σαλεύω]] [[καθώς]] βρίσκομαι τοποθετημένος [[κάπου]] ή συνδεδεμένος με [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (ειδ. για [[πλοίο]]) αγκυροβολημένος στα ανοιχτά [[σαλεύω]] [[πάνω]] στην [[άγκυρα]]<br /><b>3.</b> (για μαλλιά) [[κυματίζω]]<br /><b>4.</b> [[σαλεύω]], κινούμαι σπασμωδικά («οἱ δὲ τοῑς ὤμοις ἐπισαλεύοντες ὀρθοῑς ἐκτεταμένοις, γαλεαγκῶνες», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=[[ἐπισαλεύω]] (Α) [[σαλεύω]]<br /><b>1.</b> [[σαλεύω]] [[καθώς]] βρίσκομαι τοποθετημένος [[κάπου]] ή συνδεδεμένος με [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (ειδ. για [[πλοίο]]) αγκυροβολημένος στα ανοιχτά [[σαλεύω]] [[πάνω]] στην [[άγκυρα]]<br /><b>3.</b> (για μαλλιά) [[κυματίζω]]<br /><b>4.</b> [[σαλεύω]], κινούμαι σπασμωδικά («οἱ δὲ τοῑς ὤμοις ἐπισαλεύοντες ὀρθοῑς ἐκτεταμένοις, γαλεαγκῶνες», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισᾰλεύω:''' досл. стоять на якоре, качаться на волнах, перен. покачивать(ся) (τοῖς ὤμοις Arst.); med. шевелиться, развеваться (οἱ [[ὄπισθεν]] ἐπισαλεύονται πλόκαμοι Luc.).
}}
}}

Revision as of 20:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισᾰλεύω Medium diacritics: ἐπισαλεύω Low diacritics: επισαλεύω Capitals: ΕΠΙΣΑΛΕΥΩ
Transliteration A: episaleúō Transliteration B: episaleuō Transliteration C: episaleyo Beta Code: e)pisaleu/w

English (LSJ)

   A ride at anchor off, τοῖς ἀκρωτηρίοις Philostr.Her.19.14: metaph., ἐ. τοῖς ὤμοις (cf. σαλεύω) Arist.Phgn.813a11.    II. float over, ἡ κόμη ἐπισαλεύει τῷ μετώπῳ Philostr.Im.1.23:—Med., Luc. Am.40.

German (Pape)

[Seite 976] auf hohem Meere, außer dem Hafen, bei einem Orte vor Anker liegen, τοῖς ἀκρωτηρίοις, Philostr.; übertr., ἡ κόμη ἐπισαλεύει τῷ μετώπῳ, darauf wallen, Philostr. iun. im. 7, wie pass. οἱ ὄπισθεν ἐπισαλεύονται πλόκαμοι Luc. Amor. 40.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισᾰλεύω: ἐπὶ πλοίου, εἶμαι ἀραγμένον που οὐχὶ ἐντὸς λιμένος, σαλεύω ἐπ’ ἀγκύρας, ἐπισαλεύω τοῦς ἀκρωτηρίοις Φιλόστρ. 740: - μεταφ., σαλεύω, κινοῦμαι, ἐπ. τοῖς ὤμοις (ἴδε σαλεύω ΙΙ. 3), Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 45. ΙΙ. κυματίζω ἐπάνω, ἡ κόμη ἐπισαλεύει τῷ μετώπῳ Φιλόστρ. 798· οὕτως ἐν τῷ Μέσ., Λουκ. Ἔρωτ. 40.

Greek Monolingual

ἐπισαλεύω (Α) σαλεύω
1. σαλεύω καθώς βρίσκομαι τοποθετημένος κάπου ή συνδεδεμένος με κάτι
2. (ειδ. για πλοίο) αγκυροβολημένος στα ανοιχτά σαλεύω πάνω στην άγκυρα
3. (για μαλλιά) κυματίζω
4. σαλεύω, κινούμαι σπασμωδικά («οἱ δὲ τοῑς ὤμοις ἐπισαλεύοντες ὀρθοῑς ἐκτεταμένοις, γαλεαγκῶνες», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐπισᾰλεύω: досл. стоять на якоре, качаться на волнах, перен. покачивать(ся) (τοῖς ὤμοις Arst.); med. шевелиться, развеваться (οἱ ὄπισθεν ἐπισαλεύονται πλόκαμοι Luc.).