ἐπιπειθής: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
(13)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιπειθής]], -ές (Α) [[επιπείθομαι]]<br />[[ευπειθής]], [[υπάκουος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιπειθῶς</i><br />ευπειθώς.
|mltxt=[[ἐπιπειθής]], -ές (Α) [[επιπείθομαι]]<br />[[ευπειθής]], [[υπάκουος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιπειθῶς</i><br />ευπειθώς.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιπειθής:''' повинующийся, послушный (λόγῳ Arst.; [[θηρίον]] Theocr. - v. l. [[ἐπιμηθής]]).
}}
}}

Revision as of 20:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπειθής Medium diacritics: ἐπιπειθής Low diacritics: επιπειθής Capitals: ΕΠΙΠΕΙΘΗΣ
Transliteration A: epipeithḗs Transliteration B: epipeithēs Transliteration C: epipeithis Beta Code: e)pipeiqh/s

English (LSJ)

ές,

   A obedient, λόγῳ Arist.EN1098a4; τινί Hierocl. in CA24p.473M.

German (Pape)

[Seite 968] ές, gehorchend, Arist. Eth. 1, 7, 13; Timon. Phlias. 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπειθής: -ές, ὑποκείμενος, τὸ μὲν ὡς ἐπιπειθὲς λόγῳ, τὸ δέ, κτλ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 13, Τίμων 1.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se laisse persuader, obéissant à, τινι.
Étymologie: ἐπιπείθομαι.

Greek Monolingual

ἐπιπειθής, -ές (Α) επιπείθομαι
ευπειθής, υπάκουος.
επίρρ...
ἐπιπειθῶς
ευπειθώς.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπειθής: повинующийся, послушный (λόγῳ Arst.; θηρίον Theocr. - v. l. ἐπιμηθής).