ἐπιρροφέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιρροφέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, ρουφώ [[επιπλέον]], [[καταπίνω]] [[λαίμαργα]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐπιρροφέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, ρουφώ [[επιπλέον]], [[καταπίνω]] [[λαίμαργα]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιρροφέω:''' (вслед за тем) отхлебывать, выпивать (τοῦ [[ὕδατος]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 20:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρροφέω Medium diacritics: ἐπιρροφέω Low diacritics: επιρροφέω Capitals: ΕΠΙΡΡΟΦΕΩ
Transliteration A: epirrophéō Transliteration B: epirropheō Transliteration C: epirrofeo Beta Code: e)pirrofe/w

English (LSJ)

Ion. -ρῠφέω,

   A swallow besides, ld.Acut.24; take draughts (of an actor), Arist.Pr.948a2; ἐπιρροφεῖν τοῦ ὕδατος Plu.Phoc.9; τῆς κύλικος Ael.NA 14.5; ὅταν τὸ ὕδωρ πνίγη, τί ἐπιρροφήσομεν; (cf. ἐπιπίνω) Archig. ap. Gal.8.577.    II. swallow greedily, gulp down, Clearch.Com.1; ἐ. ἀγαθοῦ δαίμονος Theopomp.Com.76.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρροφέω: ῥοφῶ προσέτι ἢ μετά τι, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387. Ἀριστ. Προβλ. 27. 3, 4· ἐπιρροφεῖν τοῦ ὕδατος Πλουτ. Φωκ. 9. ΙΙ. ἐπιρροφῶ, ῥοφῶ ἀπλήστως, ἀντίθετον τῷ πίνω, Κλέαρχ. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 1· ἀγαθοῦ δαίμονος ἐπιρροφεῖν Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 20 (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 525).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
avaler en outre.
Étymologie: ἐπί, ῥοφέω.

Greek Monotonic

ἐπιρροφέω: μέλ. -ήσω, ρουφώ επιπλέον, καταπίνω λαίμαργα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρροφέω: (вслед за тем) отхлебывать, выпивать (τοῦ ὕδατος Plut.).