ἐπικίρνημι: Difference between revisions
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπικίρνημι:''' Ιων. αντί <i>ἐπικεράννυμαι</i> — Παθ., <i>ἐπι-κίρνᾰμαι</i>, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἐπικίρνημι:''' Ιων. αντί <i>ἐπικεράννυμαι</i> — Παθ., <i>ἐπι-κίρνᾰμαι</i>, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπικίρνημι:''' Hes., Plut. = [[ἐπικεράννυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. for ἐπικεράννυμι, Heraclit.All.35, Philum. ap. Orib.45.29.8:—Pass., ἐπικίρναται [ὁ κρητήρ] Hdt.1.51, Plu.2.270a, cf. Heraclit.All.40.
German (Pape)
[Seite 949] ion. = ἐπικεράννυμι; ἐπικίρναται ὁ κρητήρ Her. 1, 51; Plut. qu. Rom. 25.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἐπικεράννυμι.
English (Autenrieth)
aor. inf. ἐπικρῆσαι: mix in, add wine to water, Od. 7.164†.
Greek Monolingual
ἐπικίρνημι και ἐπικιρνῶ -έω, ιων. τ. τοὺ ἐπικεράννυμι (Α)
1. ανακατεύω, αναμιγνύω
2. παθ. ἐπικίρναμαι
γεμίζομαι με ανάμικτο κρασί («ἐπικέρναται [ὁ κρατήρ]», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κίρνημι, ποιητ. τ. του κεράννυμι «αναμιγνύω»].
Greek Monotonic
ἐπικίρνημι: Ιων. αντί ἐπικεράννυμαι — Παθ., ἐπι-κίρνᾰμαι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικίρνημι: Hes., Plut. = ἐπικεράννυμι.