ἐπιφορικός: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(14)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιφορικός]], -ή, -ὸν (Α) [[επιφορά]]<br /><b>1.</b> (για ύφος λόγου) [[σφοδρός]], [[δεινός]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> α) [[συμπερασματικός]], [[συλλογιστικός]] ([[σύνδεσμος]])<br />β) αυτός που αποτελεί, που σχηματίζει τη δευτερεύουσα ή εξαρτημένη [[πρόταση]].
|mltxt=[[ἐπιφορικός]], -ή, -ὸν (Α) [[επιφορά]]<br /><b>1.</b> (για ύφος λόγου) [[σφοδρός]], [[δεινός]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> α) [[συμπερασματικός]], [[συλλογιστικός]] ([[σύνδεσμος]])<br />β) αυτός που αποτελεί, που σχηματίζει τη δευτερεύουσα ή εξαρτημένη [[πρόταση]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιφορικός:''' грам. (о союзах) выражающий следствие, заключительный.
}}
}}

Revision as of 20:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφορικός Medium diacritics: ἐπιφορικός Low diacritics: επιφορικός Capitals: ΕΠΙΦΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: epiphorikós Transliteration B: epiphorikos Transliteration C: epiforikos Beta Code: e)piforiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (

   A ἐπιφορά 11.3) impetuous, of style, τὸ ἐ. καὶ σφοδρόν Hermog.Id. 2.6 ; ἐ. σχήματα Aristid.Rh.1p.494S. ; ἐ. λόγος (viz. D.21) Longin. Fr.18.    II inferential, illative, [σύνδεσμος] A.D.Conj.227.25, al. Adv. -κῶς Sch.D.T.p.65 H.    III (ἐπιφορά 111) forming the second or subsequent clause, [ἔκ] φρασις Lesb.Gramm.12.

German (Pape)

[Seite 1001] ή, όν, heftig andringend, eindringend, λόγος, Rhett.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφορικός: -ή, -όν, (ἐπιφορὰ) σφοδρός, δεινός, ἐπὶ ὕφους λόγου, Ρήτορες. 2) ἐν τῇ γραμμ. = συλλογιστικός, περὶ τῶν συνδέσμ., ἄρα, τοίνυν, τοιγάρτοι, τοιγαροῦν, κτλ., Ἀπολλ. Δ. π. Συνδ. 494, 13, 519, 20.

Greek Monolingual

ἐπιφορικός, -ή, -ὸν (Α) επιφορά
1. (για ύφος λόγου) σφοδρός, δεινός
2. γραμμ. α) συμπερασματικός, συλλογιστικός (σύνδεσμος)
β) αυτός που αποτελεί, που σχηματίζει τη δευτερεύουσα ή εξαρτημένη πρόταση.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιφορικός: грам. (о союзах) выражающий следствие, заключительный.