ἐπιστητός: Difference between revisions
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
(13) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιστητός]], -ή, -όν) [[επίσταμαι]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επιστητό</i>(<i>ν</i>)<br />ό,τι μπορεί να μάθει καλά ο [[άνθρωπος]] και να το υποστηρίξει λογικά («το ἐπιστητὸν μαθητόν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «επί παντός του επιστητού»<br /><b>ειρων.</b> για όποιον νομίζει ότι τά ξέρει όλα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αυτός που μπορεί να αποτελέσει [[αντικείμενο]] επιστήμης, που μπορεί να κατανοηθεί πλήρως. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιστητός]], -ή, -όν) [[επίσταμαι]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επιστητό</i>(<i>ν</i>)<br />ό,τι μπορεί να μάθει καλά ο [[άνθρωπος]] και να το υποστηρίξει λογικά («το ἐπιστητὸν μαθητόν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «επί παντός του επιστητού»<br /><b>ειρων.</b> για όποιον νομίζει ότι τά ξέρει όλα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αυτός που μπορεί να αποτελέσει [[αντικείμενο]] επιστήμης, που μπορεί να κατανοηθεί πλήρως. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιστητός:''' познаваемый, доступный познанию Plat., Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν, (ἐπίσταμαι)
A that can be scientifically known, matter of science, Pl.Tht.201d, etc.; τὸ ἐ. Arist.EN1139b23, al.: Dor. ἐπιστᾱτός Ps.Archyt. ap.Iamb.Comm.Math.8.
German (Pape)
[Seite 984] ή, όν, adj. verb. zu ἐπίσταμαι, was man wissen kann, Plat. Theaet 201 d, Arist. Eth. 6, 6 u. öfter, der τὸ ἐπιστητόν von τὸ δοξαστόν unterscheidet, Anal. post. 1, 33.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστητός: -ή, -όν, (ἐπίσταμαι) ἐπιστητόν, ὃ δύναται νὰ μάθῃ τις μετὰ λόγου, καὶ ὧν μὲν μή ἐστι λόγος, οὐκ ἐπιστητὰ εἶναι... ἃ δ’ ἔχει, ἐπιστητά, Πλάτ. Θεαίτ. 201D, Ἀριστ., κλ.· τὸ ἐπιστητὸν μαθητὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 6. 3, 3, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’on peut apprendre ou savoir.
Étymologie: adj. verb. de ἐπίσταμαι.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐπιστητός, -ή, -όν) επίσταμαι
το ουδ. ως ουσ. το επιστητό(ν)
ό,τι μπορεί να μάθει καλά ο άνθρωπος και να το υποστηρίξει λογικά («το ἐπιστητὸν μαθητόν», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. «επί παντός του επιστητού»
ειρων. για όποιον νομίζει ότι τά ξέρει όλα
αρχ.-μσν.
αυτός που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επιστήμης, που μπορεί να κατανοηθεί πλήρως.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστητός: познаваемый, доступный познанию Plat., Arst.