ἐπιβύω: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιβύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ], [[κλείνω]], [[φράζω]], βουλώνω, τὸ [[στόμα]] τινός, σε Αριστοφ. — Μέσ., ἐπιβύβασθαι τὰ [[ὦτα]], [[κλείνω]] τα αυτιά μου, σε Λυκ.
|lsmtext='''ἐπιβύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ], [[κλείνω]], [[φράζω]], βουλώνω, τὸ [[στόμα]] τινός, σε Αριστοφ. — Μέσ., ἐπιβύβασθαι τὰ [[ὦτα]], [[κλείνω]] τα αυτιά μου, σε Λυκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιβύω:''' (ῡ) зажимать, затыкать: τὸ [[στόμα]] ἐ. κέρμασιν Arph. заткнуть рот деньгами, т. е. купить (чье-л.) молчание; ἐπιβύσασθαι τὰ [[ὦτα]] Luc. заткнуть себе уши.
}}
}}

Revision as of 20:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβύω Medium diacritics: ἐπιβύω Low diacritics: επιβύω Capitals: ΕΠΙΒΥΩ
Transliteration A: epibýō Transliteration B: epibyō Transliteration C: epivyo Beta Code: e)pibu/w

English (LSJ)

fut. -ύσω [ῡ],

   A stop up, εἰ μὴ . . ἐπιβύσει τις αὐτοῦ τὸ στόμα Cratin.186; τὸ στόμ' ἐπιβύσας κέρμασιν τῶν ῥητόρων Ar.Pl.379:— Med., ἐπιβύσασθαι τὰ ὦτα Luc.Tim.9, Pr.Im.29.

German (Pape)

[Seite 931] (s. βύω), zustopfen; στόμα κέρμασιν Ar. Plut. 379; εἰ μὴ ἐπιβύσει τις αὐτοῦ τὸ στόμα Cratin. Schol. Ar. Equ. 523. – Med. sich verstopfen, τὰ ὦτα Luc. Tim. 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβύω: μέλλ. -ύσω ῠ, ἀποφράττω, εἰ μὴ ἐπιβύσει τις αὐτοῦ τὸ στόμα Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 7· τὸ στόμ’ ἐπιβύσας… τῶν ῥητόρων Ἀριστοφ. Πλ. 379.- Μέσ., ἐπιβύσασθαι τὰ ὦτα Λουκ. Τίμ. 9, Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 29.

French (Bailly abrégé)

boucher;
Moy. ἐπιβύομαι se boucher : τὰ ὦτα les oreilles.
Étymologie: ἐπί, βύω.

Greek Monolingual

ἐπιβύω (AM)
βουλλώνω, στουπώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βύω «παραγεμίζω»].

Greek Monotonic

ἐπιβύω: μέλ. -ύσω [ῡ], κλείνω, φράζω, βουλώνω, τὸ στόμα τινός, σε Αριστοφ. — Μέσ., ἐπιβύβασθαι τὰ ὦτα, κλείνω τα αυτιά μου, σε Λυκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβύω: (ῡ) зажимать, затыкать: τὸ στόμα ἐ. κέρμασιν Arph. заткнуть рот деньгами, т. е. купить (чье-л.) молчание; ἐπιβύσασθαι τὰ ὦτα Luc. заткнуть себе уши.