ἐπιπροέμεν: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
(4)
(2)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιπροέμεν:''' Επικ. αντί <i>-προεῖναι</i>, απαρ. αορ. βʹ του <i>ἐπιπροΐημι</i>.
|lsmtext='''ἐπιπροέμεν:''' Επικ. αντί <i>-προεῖναι</i>, απαρ. αορ. βʹ του <i>ἐπιπροΐημι</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιπροέμεν:''' эп. inf. aor. к [[ἐπιπροΐημι]].
}}
}}

Revision as of 20:44, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

inf. ao. poét. de ἐπιπροΐημι.

English (Autenrieth)

see ἐπιπροΐημι.

Greek Monotonic

ἐπιπροέμεν: Επικ. αντί -προεῖναι, απαρ. αορ. βʹ του ἐπιπροΐημι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπροέμεν: эп. inf. aor. к ἐπιπροΐημι.