ἑπτακαιδεκάπους: Difference between revisions
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑπτακαιδεκάπους:''' ὁ, ἡ, ουδ. -πουν, αυτός που έχει [[μήκος]] δεκαεφτά ποδών, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἑπτακαιδεκάπους:''' ὁ, ἡ, ουδ. -πουν, αυτός που έχει [[μήκος]] δεκαεφτά ποδών, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑπτᾰκαιδεκάπους:''' πουν, gen. ποδος семнадцатифутовый Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:48, 31 December 2018
English (LSJ)
οξ, ἡ, neut. -πουν,
A seventeen feet long, Pl.Tht.147d.
German (Pape)
[Seite 1012] gen. ποδος, siebenzehnfüßig, siebenzehn Fuß lang, Plat. Theaet. 147 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπτακαιδεκάπους: ὁ, ἡ, οὐδ. -πουν, 17 ποδῶν μῆκος ἔχων, Πλάτ. Θεαίτ. 147D.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. άποδος
de 17 pieds.
Étymologie: ἑπτακαίδεκα, πούς.
Greek Monolingual
ἑπτακαιδεκάπους, -ουν (Α)
μήκους δεκαεπτά ποδών.
Greek Monotonic
ἑπτακαιδεκάπους: ὁ, ἡ, ουδ. -πουν, αυτός που έχει μήκος δεκαεφτά ποδών, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἑπτᾰκαιδεκάπους: πουν, gen. ποδος семнадцатифутовый Plat.