ἑρμογλύφος: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(4)
(2)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑρμογλύφος:''' ὁ, = [[ἑρμογλυφεύς]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἑρμογλύφος:''' ὁ, = [[ἑρμογλυφεύς]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑρμογλύφος:''' ὁ Luc. = [[ἑρμογλυφεύς]].
}}
}}

Revision as of 20:52, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1033] ὁ, der Bildhauer, = ἑρμογλυφεύς, Luc. somn. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἑρμογλύφος: ὁ, = ἑρμογλυφεύς, ἄριστος ἑρμογλύφος εἶναι δοκῶν Λουκ. Ἐνυπν. 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. ἑρμογλυφεύς.

Greek Monolingual

ο (AM ἑρμογλύφος, Α και ἑρμογλυφεύς)
γλύπτης, αγαλματοποιός
αρχ.
γλύπτης ερμών (μικρών αγαλμάτων του θεού Ερμή).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ερμής + γλυφός (< γλύφω)
πρβλ. λιθο-γλύφος, ξυλο-γλύφος].

Greek Monotonic

ἑρμογλύφος: ὁ, = ἑρμογλυφεύς, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἑρμογλύφος: ὁ Luc. = ἑρμογλυφεύς.