εὔζωρος: Difference between revisions
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔζωρος:''' -ον, [[τελείως]] [[καθαρός]], [[αμιγής]], λέγεται για [[κρασί]], σε Ευρ.· συγκρ. <i>-ότερος</i> και <i>-έστερος</i>. | |lsmtext='''εὔζωρος:''' -ον, [[τελείως]] [[καθαρός]], [[αμιγής]], λέγεται για [[κρασί]], σε Ευρ.· συγκρ. <i>-ότερος</i> και <i>-έστερος</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔζωρος:''' <b class="num">1)</b> чистый, несмешанный ([[μέθυ]] Eur.; [[οἶνος]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> наполненный чистым вином ([[κύλιξ]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A quite pure, unmixed, of wine, Hp.Morb.3.14, E.Alc. 757, Ar.Ec.227: Comp. -ότερος, εὐζωρότερον... ὦ παῖ, δός Diph.58, cf. Cratin.412, Eup.382; also κέρασον εὐζωρέστερον Antiph.139; πίνειν . . κύλικας εὐζωρεστέρας Eub.150.8 ( = Ephipp.3.11), cf. Lyr.Adesp.p.681 Bgk.
German (Pape)
[Seite 1066] ganz rein, vom Wein, ungemischt, οἶνος, Ar. Eccl. 227; μέθυ, Eur. Alc. 760; κύλιξ, p. bei Plut. Thes. 22; compar. εὐζωρότερος, Hippocr.; Diphil. Ath. X, 423 c; Luc. Lex. 14; εὐζωρέστερος, Ephipp. bei Ath. II, 65 d; Antiphan. X, 423 d.
Greek (Liddell-Scott)
εὔζωρος: -ον, ἐντελῶς καθαρός, ἄμικτος, ἐπὶ οἴνου, Εὐρ. Ἄλκ. 757, Ἀριστ. Ἐκκλ. 227, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 423C. κἑξ. - Συγκρ. -ότερος καὶ -έστερος, εὐζωρότερον..., ὦ παῖ, δὸς Δίφιλος ἐν «Παιδερασταῖς» 1, πρβλ. Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 136· κέρασον εὐζωρέστερον Ἀντιφάνης ἐν «Λάμπωνι» 3· πίνειν… κύλικας εὐζωρεστέρας Εὔβουλ. 15α, πρβλ. ᾆσμα ἐν Πλουτ. Θησ. 22.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans mélange.
Étymologie: εὖ, ζωρός.
Greek Monolingual
εὔζωρος, -ον (Α)
(για οίνο) εντελώς καθαρός, άκρατος, άμικτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζωρός «άκρατος, δυνατός οίνος»].
Greek Monotonic
εὔζωρος: -ον, τελείως καθαρός, αμιγής, λέγεται για κρασί, σε Ευρ.· συγκρ. -ότερος και -έστερος.
Russian (Dvoretsky)
εὔζωρος: 1) чистый, несмешанный (μέθυ Eur.; οἶνος Arph.);
2) наполненный чистым вином (κύλιξ Plut.).