εὐεπίτακτος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐεπίτακτος:''' -ον, αυτός που εύκολα τίθεται σε [[τάξη]], [[ευπειθής]], [[υπάκουος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''εὐεπίτακτος:''' -ον, αυτός που εύκολα τίθεται σε [[τάξη]], [[ευπειθής]], [[υπάκουος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐεπίτακτος:''' послушный, податливый (sc. [[γυνή]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 21:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεπίτακτος Medium diacritics: εὐεπίτακτος Low diacritics: ευεπίτακτος Capitals: ΕΥΕΠΙΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: euepítaktos Transliteration B: euepitaktos Transliteration C: evepitaktos Beta Code: eu)epi/taktos

English (LSJ)

ον,

   A submissive, εἴς τι AP 11.73 (Nicarch.).

German (Pape)

[Seite 1065] dem man leicht befehlen kann, gehorsam, Nicarch. 4 (XI, 73).

Greek (Liddell-Scott)

εὐεπίτακτος: -ον, εὐχερῶς εἰς τάξιν τιθέμενος, εὐάγωγος, Ἀνθ. Π. 11. 73.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui obéit sans peine, docile.
Étymologie: εὖ, ἐπιτάσσω.

Greek Monolingual

εὐεπίτακτος, -ον (Α)
υπάκουος σε διαταγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί-τακτος (< επι-τάσσω)].

Greek Monotonic

εὐεπίτακτος: -ον, αυτός που εύκολα τίθεται σε τάξη, ευπειθής, υπάκουος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐεπίτακτος: послушный, податливый (sc. γυνή Anth.).