ἐσθλότης: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
(14) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐσθλότης]], ἡ (Α) [[εσθλός]]<br />[[αγαθότητα]], [[χρηστότητα]]. | |mltxt=[[ἐσθλότης]], ἡ (Α) [[εσθλός]]<br />[[αγαθότητα]], [[χρηστότητα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐσθλότης:''' ητος ἡ благородство, великодушие, доброта Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A goodness, Chrysipp.Stoic.3.60 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1042] ητος, ἡ, das Gutsein, der Biedersinn, von Chrysippus gebildetes Wort, Plut. de virt. moral. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσθλότης: -ητος, ἡ, ἀγαθότης, καλωσύνη, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 441Β.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
bonté, générosité, noblesse.
Étymologie: ἐσθλός.
Greek Monolingual
ἐσθλότης, ἡ (Α) εσθλός
αγαθότητα, χρηστότητα.
Russian (Dvoretsky)
ἐσθλότης: ητος ἡ благородство, великодушие, доброта Plut.