εσθλός

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source

Greek Monolingual

ἐσθλός, -ή, -όν και δωρ. και αρκαδ. τ. ἐσλός, -ά, -όν και αιολ. ἔσλος (Α)
1. αγαθός, άξιος στο είδος του (στο επάγγελμα ή στην ιδιότητά του)
2. γενναίος, ανδρείος, ισχυρός
3. ευγενής, έξοχος («ἐσθλοῦ πατρὸς παῖς», Σοφ.)
4. (για άλογα) αυτός που ανήκει σε καλή ράτσα
5. ηθικός, χρηστός, πιστός («ἐσθλὸς φίλος», Σοφ.)
6. (για σκύλο) πιστός, ωφέλιμος
7. (για οιωνούς) αίσιος, ευοίωνος
8. (για πράγμ.) αρμόδιος, επιτήδειος, ωφέλιμος («πολλὰ καὶ ἐσθλὰ κτήματα», Ομ. Οδ)
9. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐσθλόν
η καλή τύχη, η ευτυχία
10. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐσθλά
α) αγαθές πράξεις ή σκέψεις ή ιδέες
β) τα αγαθά, η περιουσία
11. φρ. «ἐσθλόν (ἐστί)» — είναι καλό, συμφέρον να...
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εσθλός συνδέεται με αρχ. ινδ. edhate «ευμενής» και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα es- «είμαι» με παρέκταση -dh- ( esdh-), αν δεν αποτελεί σύνθετο es-dhl-ό: από μόρφημα es-, ρίζα του εύς «καλός, ανδρείος, ευγενής», και β’ σύνθ. -dhl-, μηδενισμένη βαθμίδα του ΙE dhē-lo «θέτω» (πρβλ. αρχ. σλαβ. dělo «πράξη»). Οι αιολ. τ. έσλος, εσλός, όπως και ο αρκαδ. τ. εσλός, προήλθαν με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος -σθλ-].