εὐίατος: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐίᾱτος:''' -ον ([[ἰάομαι]]), αυτός που γιατρεύεται εύκολα, σε Ξεν. | |lsmtext='''εὐίᾱτος:''' -ον ([[ἰάομαι]]), αυτός που γιατρεύεται εύκολα, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐίᾱτος:''' (ῑ) легко излечимый (νοσήματα Xen., Luc.; перен. ἡ ἄγνοιά τινος Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. εὐί-ητος, ον, (ἰάομαι)
A easy to heal or remedy, Arist.EN 1121a20, Thphr.HP5.4.5, Porph.Abst.1.56, freq. in Comp., Hp.Art. 14, X.Eq.4.2, etc.
German (Pape)
[Seite 1072] wohl zu heilen, Xen. re equ. 4, 2; Luc. Abdic. 27 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐίᾱτος: -ον, (ἰάομαι) εὐθεράπευτος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 790 Ξεν. Ἱππ. 4. 2· εὐιατότερος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 2, 10, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐίατος, -ον, Α ιων. τ. εὐίητος, -ον)
αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευκολοθεράπευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ιατός «θεραπεύσιμος» < ιώμαι].
Greek Monotonic
εὐίᾱτος: -ον (ἰάομαι), αυτός που γιατρεύεται εύκολα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὐίᾱτος: (ῑ) легко излечимый (νοσήματα Xen., Luc.; перен. ἡ ἄγνοιά τινος Arst.).